Μαμά,
Πήρα το θάρρος να σου γράψω για πρώτη φορά. Δεν ξέρω πώς να ξεκινήσω. Βλέπεις είναι τόσα πολλά που θέλω να σου πω μα δε βρίσκω τα λόγια. Μεγαλώνω, μαμά και φοβάμαι. Θυμάσαι που ήμουν παιδί κι ανυπομονούσα πότε θα μεγαλώσω για να φοράω τα ψηλοτάκουνα και το κραγιόν σου; Μεγάλωσα, μαμά, τα φόρεσα, αγόρασα κι άλλα δικά μου, έγινα κοπέλα πια. Σπούδασα, βρήκα δουλειά, παντρεύτηκα, έγινα κι εγώ μαμά, έγινα ανεξάρτητη πια. Δε σε βλέπω τόσο συχνά με τα τόσα τρεχάματα που έχω, αλλά να ξέρεις η σκέψη μου είναι πάντοτε μαζί σου. Σκέφτομαι τα αστεία, τα πειράγματα που κάναμε η μία στην άλλη, τότε που ζούσαμε όλοι μαζί, πώς ήμασταν, πώς γίναμε.
Η ζωή μας είναι τέτοια όμως, είναι η μοίρα, βλέπεις. Ξεκινάμε σαν μία οικογένεια και μετά σκορπιζόμαστε, ο καθένας τραβά το δρόμο του, φτιάχνει την οικογένειά του και κάπως έτσι απομονώνονται οι άνθρωποι. Στο χέρι μας είναι να μη γίνει, αλλά ό,τι και να πεις το ίδιο ξανά ποτέ δε θα είναι.
Ζήσαμε όμορφα χρόνια, εγώ, εσύ, ο μπαμπάς, τα αδέλφια μου. Ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου που θα το κρατώ σφιχτά μαζί μου, μη μου το πάρει ποτέ κανείς. Τόσο όμορφες στιγμές, αλλά φαντάζουν τόσο μακρινές πια. Μα μόνο αυτές με κρατούν με το κεφάλι ψηλά, να μη βουρκώνουν τα μάτια μου, να μην το βάζω κάτω.
Ξέρεις κάτι, μαμά; Ο κόσμος δεν είναι όπως τον φανταζόμουν, είναι κακός, μαμά. Αλλιώς τον φαντάστηκα κι άλλος μου βγήκε. Τις προάλλες στη δουλειά με πρόσβαλε μια συνάδελφος για τα μαλλιά μου, τα είχα πλεξούδα και μου είπε οι πλεξούδες είναι για τα κοριτσάκια και πως πρέπει να ντύνομαι και να χτενίζομαι όπως αρμόζει στην ηλικία μου. Ξέρεις τι έκανα; Χαμογέλασα κι έφυγα. Αυτό πρέπει να κάνεις για να επιβιώσεις απ’ τη χυδαιότητα του κόσμου, να χαμογελάς.
Ο καθένας θα πάρει αυτό που του αξίζει αργά ή γρήγορα, για όλους έχει κάτι ο μπαξές. Εξάλλου τι να της έλεγα; Πως μου αρέσουν οι πλεξούδες γιατί πάντα μου τις έφτιαχνε η μαμά μου από μωρό παιδί; Πως είναι ο μόνος τρόπος να σε νιώθω κοντά μου όταν δεν είσαι εκεί; Ήθελα τόσο πολύ να τρέξω και να φύγω απ’ τη δουλειά, να έρθω να σκύψω και να κλάψω στα πόδια σου, όπως τότε, να με φιλήσεις και να μου πεις πως όλα θα πάνε καλά. Αλλά δεν το έκανα, μαμά. Ξέρεις γιατί; Γιατί μεγάλωσα και δε λέει, πρέπει να σταθώ στα πόδια μου μα δε με αφήνει ο κόσμος. Είναι κακός ο κόσμος, μαμά.
Πολλές φορές ζηλεύω εκείνη την αφέλεια που βλέπω στα μάτια των παιδιών, μπορώ να πω την έχω πεθυμήσει. Βλέπω την κόρη μου με πόση αγάπη αγκαλιάζει τα πάντα, που κλαίει γιατί ο Γιαννάκης στο σχολείο πήρε τρία αστεράκια στην έκθεση του αντί δύο όπως αυτή και το βρίσκει άδικο. Πού να ήξερε όμως πως έτσι είναι ο κόσμος έξω και χειρότερος. Πως ο κόσμος αυτός ούτε δύο, ούτε τρία, ούτε χίλια-δεκατρία αστεράκια δεν αξίζει. Ξέρεις γιατί τη ζηλεύω όμως, μαμά; Γιατί θα ‘ρθει σπίτι, θα κλάψει, θα ξεσπάσει και την επόμενη μέρα θα παίζει πάλι με τον Γιαννάκη και θα είναι φίλοι, αληθινοί φίλοι, όχι απ’ εκείνους που στη ρίχνουν πισώπλατα τη μαχαιριά.
Γι’ αυτό τη ζηλεύω. Γιατί σε αυτή την ηλικία είναι όλα περαστικά. Στη δική μας όμως; Δε μας παίρνουν τα κλάματα, μαμά, πρέπει να σφίξουμε τα δόντια όποια δυσκολία κι αν βρούμε μπροστά μας. Από αδικίες μπουχτίσαμε, μόνο που την επόμενη μέρα εμείς δε θα κάνουμε παρέα με τον Γιαννάκη. Γιατί καταλάβαμε πως το αστεράκι που πήρε ο Γιαννάκης, δεν το πήρε με την αξία του, αλλά λαδώνοντας γνωστούς κι άγνωστους για να φτάσει εκεί που είναι σήμερα.
Καμιά φορά σκέφτομαι και γελάω μαζί μου, θυμάμαι που ήθελα να μεγαλώσω. Πού να ήξερα; Αν υπήρχε τρόπος να πάω πίσω να είσαι σίγουρη θα το έκανα κι ας έμενα για πάντα παιδί. Για να αποφύγω ό,τι είναι δυνατόν, ό,τι θα κατάστρεφε την όμορφη εκείνη εικόνα που είχα δημιουργήσει για τον κόσμο.
Θυμάμαι πόσο ήθελα να σου μοιάσω. Σε θυμάμαι πάντα με το χαμόγελο, πάντα να βρίσκεις χρόνο για τα πάντα, να μη μας λείψει τίποτα, να μη στερηθούμε τίποτα. Σε έβλεπα κι έβλεπα μπροστά μου το είδωλο, τον άνθρωπο που ήθελα να μοιάσω. Μεγαλώνοντας όμως, ως μάνα κι εγώ πια μπορώ να διακρίνω πόσα πολλά συναισθήματα μπορούν να κρυφτούν πίσω από ένα χαμόγελο. Πολλές φορές είναι τόσα πολλά που δε χωράνε εκεί μέσα και με κάνουν να λυγίζω, βουρκώνουν τα μάτια μου και μου φεύγει και κανένα δάκρυ.
Ξέρεις από εκείνα τα δάκρυα που όλως τυχαίως μπαίνει κάτι στο μάτι σου και σε πονά, το πάθαινες συχνά θυμάμαι. Τώρα καταλαβαίνω γιατί το έκανες, φοβόσουν μη μου γκρεμίσεις τον ιδανικό εκείνο κόσμο που έπλασα στο νου μου, ήξερες εξάλλου πως μια μέρα θα τον ανακάλυπτα μόνη μου. Τον ανακάλυψα μα δεν τον θέλω, φοβάμαι, μαμά και δε με παίρνει για κλάματα πια, μου λείπεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη