Ημέρα Τετάρτη, η Μιράντα κι η Νεφέλη, συνάδελφοι απ’ το νοσοκομείο όπου εργάζονται, τελειώνοντας τη νυχτερινή τους βάρδια, είπαν να πιουν ένα ποτάκι στα πεταχτά να ξεσκάσουνε λίγο, καθώς ήταν και μια πολύ καλή ευκαιρία να τα πούνε κιόλας. Με τέτοια δουλειά η χαλάρωση είναι πλέον πολυτέλεια, μόνο κανένα καφεδάκι στο πόδι κι αυτό χωρίς πολλά-πολλά. Η Μιράντα χωρισμένη με 2 παιδιά κι η Νεφέλη εργένικο πουλί ανέκαθεν· Δεν εμπιστεύεται λέει, «αυτήν τη σαχλό-φάρα».
Το «Γκάζι» ήταν ένα απ’ τα στέκια που σύχναζαν όταν ήτανε να βγούνε. Άλλαξαν ρούχα, έβαλαν λίγη πούδρα, μολυβάκι και κραγιόν, τόσο όσο να μη φαίνεται η κούραση της ημέρας και ξεκίνησαν. Η μία πιο κουρασμένη απ’ την άλλη, τα μάτια τους να βαραίνουν απ’ την εξάντληση, αλλά ένα ποτάκι το χρειαζόντουσαν.
«Ρε εσύ Νεφέλη, δε μου λες, κουρασμένες πού πάμε τέτοια ώρα; Για ζεστή σοκολάτα και ταινιούλα είμαστε εμείς τώρα, όχι για ποτά».
«Θα γελάσεις, αλλά έχω ένα προαίσθημα για απόψε». «Όπα παιδιά, η Νεφέλη έχει προαίσθημα! Προαίσθημα για τι; Μη μου πεις για άνδρα εσύ, θα ξεράσω πεταλούδες σου το λέω»!
Έφθασαν στο στέκι τους λοιπόν, κάθισαν στο πρώτο τραπεζάκι που βρήκαν. «Δύο απ’ τα συνηθισμένα», είπε η Μιράντα στο γκαρσόνι κι αυτός της χαμογέλασε καταφατικά.
«Για πες», είπε η Μιράντα στη Νεφέλη, «Τι εννοούσες με το προαίσθημα για απόψε;». Δεν πρόλαβε να απαντήσει και δύο «Sex οn the beach» έφθασαν στο τραπέζι τους. «Μα δεν παραγγείλαμε…», δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα της η Μιράντα, «Κερασμένα απ’ το τραπέζι απέναντι», της είπε ο σερβιτόρος.
«Καλά Νεφελάκι, δε μας τα λες καλά, δεν πρόλαβα να σε ρωτήσω, πλάκα μου κάνεις; Όχι απόψε ανάθεμά με, λιώμα είμαστε».
Σκούντηξε η Μιράντα τη Νεφέλη διακριτικά, «Καλώς τα δεχτήκαμε». «Πάψε και χαμογέλα», της απάντησε. «Τι να έπαθε αυτή;» σκέφτηκε η Μιράντα και την είδε με απορημένο βλέμμα.
«Καλησπέρα σας, είμαι ο Νίκος κι αυτός είναι ο φίλος μου ο Ανδρέας, συνήθως δεν είμαστε τόσο διαχυτικοί, αλλά απ’ την ώρα που μπήκατε αναστατώθηκε το «Γκάζι», έπρεπε να δράσουμε άμεσα. Ε Ανδρέα;», και του έκλεισε το μάτι. «Έτσι είναι», είπε και φίλησε τα χέρια των κοριτσιών.
Κάθισαν μαζί τους, μιλούσαν για αρκετή ώρα, φαινόταν να υπάρχει χημεία μεταξύ τους. Γέλια και σκουντήματα ήταν αυτό που επικρατούσε για όση ώρα βρίσκονταν εκεί.
«Τι λέτε; Θα συνεχίσουμε και για παρακάτω κορίτσια; Το διαμέρισμα μου είναι πιο κάτω», είπε με νόημα ο Νίκος και κοίταξε τα κορίτσια. Πάγωσε για λίγο το κλίμα. «Τώρα τι να εννοούσαν. Να πάμε όλοι μαζί στο διαμέρισμα; Και μετά τι;», σκέφτηκε η Νεφέλη και χωρίς να σκεφτεί απάντησε: «Μα για καφεδάκι τέτοια ώρα; Δε θα κοιμόμαστε απόψε, ρε παιδιά, έχουμε και δουλειές αύριο». Το ‘ξέρε η Νεφέλη πώς το καφεδάκι δεν ίσχυε, είπε να ρίξει κάτι άκυρο να δει πού το πήγαιναν όμως.
«Ελάτε, βρε κορίτσια, να πιστέψω δεν καταλάβατε τόση ώρα γιατί είμαστε εδώ; Αφού σας γουστάρουμε και μας γουστάρετε, ας πάμε κάπου απόμερα οι τέσσερίς μας. Ταιριάξαμε στα λεκτικά δε θα ταιριάξουμε στα πρακτικά;», είπε ο Ανδρέας κι έκανε να γελάσει.
«Καλά-καλά δε γνωριστήκαμε, βρε αγόρι μου, κι εσύ μου θες και παρακάτω;», δεν άντεξε η Νεφέλη κι απάντησε με το φρύδι να ανεβαίνει και βλέμμα που τον χαστούκιζε χωρίς να τον αγγίζει.
«Και για πες, τι κάνετε τόση ώρα μαζί μας τότε;», της απάντησε με αλαζονικό-ειρωνικό ύφος ταυτόχρονα. «Ελπίζαμε να διαφέρετε λίγο απ’ τους υπόλοιπους, βρε Γιάννη, Αντώνη, Χρίστο, όπως κι αν σε λένε. Που το όνομά σου δεν καταφέρνω να σταυρώσω ακόμη και μου θες και παρακάτω. Δε σου τα έλεγα εγώ, βρε Μιράντα, και με κορόιδευες; Μια σαχλό-φάρα είναι και μισή. Μπας κι ενδιαφερθούν λίγο για μας, αμφιβάλλω αν αν μας άκουγαν τόση ώρα που μιλούσαμε».
Η Μιράντα πάγωσε, φοβήθηκε να απαντήσει, μόνο τα μάτια της κουνούσε μια πάνω στον Ανδρέα μια πάνω στον Νίκο, για να δει αντιδράσεις. Είχε δίκαιο η φίλη της και το ήξερε, αυτούς δεν ήξερε όμως.
«Χμμ, ενδιαφέρον», λέει ο Νίκος. «Σε κλάσματα δευτερολέπτου πώς ανατρέπονται όλα. Κι αν νομίζεις πώς ξενερώσαμε κάνεις μεγάλο λάθος, Νεφελάκι. Εγώ θυμάμαι το δικό σου πάντως.» Και της έκλεισε το μάτι.
Πήρε την τσάντα της, άρπαξε και τη Μιράντα απ’ το χέρι κι έφυγαν χωρίς καληνύχτα.
«Ίσα που δεν του έσπασα τα μούτρα. Ένας Θεός ξέρει πως συγκρατήθηκα και δεν του έβγαλα κανένα μάτι νυχτιάτικα».
«Δε μου απάντησες ακόμη, τι ήταν το προαίσθημα που είπες ότι είχες;». «Άσε μας κι εσύ, ρε Μιράντα, δεν μπορούν να δουν θηλυκό μπροστά τους, σαν νηστικά κάνουν μερικοί». «Ε όχι κι όλοι, ας μην τα παραλές». «Ε τότε στην προηγούμενή μου ζωή εγώ δεν ήμουν άνθρωπος. Μαγνητικό πεδίο για κάτι ανώμαλους σαν κι αυτούς θα ήμουνα, δεν εξηγείται αλλιώς».
Τα είπαν για χιλιοστή φορά, με τη Νεφέλη να κράζει κάθε αρσενικό πν και να δηλώνει: «Ελεύθερο πουλί μέχρι τα 90, από εκεί και πέρα, ας με αναλάβει ο Χάρος. Με αυτόν μάλιστα! Τουλάχιστον θα ξέρω από πριν τι κόλαση κουβαλάει στον εγκέφαλό του. Θα είμαι προετοιμασμένη για παντός είδους ανωμαλία που θα με περιμένει. Γιατί μη νομίζεις κι αυτός ανώμαλος θα είναι, δεν έχω σωτηρία σου λέω!», κι έσκασαν στα γέλια.
Με την κουβέντα σιγά-σιγά έφθασαν στα σπίτια τους χωρίς να το καταλάβουν, το «Γκάζι» ήταν 4 χιλιόμετρα απ’ την περιοχή όπου έμεναν. Καληνυχτίστηκαν κι υποσχέθηκαν πως δε θα συζητούσαν ξανά. Εξάλλου δεν αξίζει να χαλάς την πάρτη σου για κάτι τύπους σαν κι αυτούς. «Εξαπλώνονται σαν επιδημία.», όπως λέει κι η Νεφέλη. Δεν είναι όλοι έτσι όμως, ας λέμε και του στραβού το δίκαιο!
Επιμέλεια Κειμένου Γεωργίας Ευαγγέλου: Πωλίνα Πανέρη