Λίγο η κατάντια μας, λίγο ο εγωισμός, λίγο οι εποχές που αλλάζουν, λίγο από όλα λοιπόν είναι αυτά που έκαναν τους ανθρώπους πιο κλειστούς, πιο απομονωμένους. Πλέον δύσκολα εμπιστευόμαστε και δυσκολότερα αφηνόμαστε. Πολλές φορές αυτά είναι απομεινάρια ενός δύσβατου παρελθόντος ή άσχημων εμπειριών.
Η τριβή με τους ανθρώπους, χρόνο με το χρόνο φθείρεται, ο καθένας κρυμμένος στο καβούκι του να προστατευτεί από τυχόν παράπλευρες απώλειες και πισώπλατες μαχαιριές. Έχουμε γίνει πιο καχύποπτοι, αλλά παράλληλα και πιο ανυπόμονοι. Απ’ τη μία φοβόμαστε να αφεθούμε κι απ’ την άλλη αποζητούμε συνεχώς επιβεβαίωση από όλους κι όλα.
Οι ζωές μας κυλούν τόσο γρήγορα πια, οι ρυθμοί της ζωής, η ρουτίνα, ο τρόπος που λειτουργούμε σε καθημερινή βάση. Όλα μοιάζουν λες και κάποιος πάτησε το κουμπάκι του fast forward για να προσπεράσει κάποια στάδια απ’ το παιχνίδι, χωρίς να υπολογίσει ότι θα πέσουμε και πάλι στο φαύλο αυτό κύκλο της ζωής επαναλαμβανόμενοι απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό.
Έχουμε μάθει να ζούμε με αυτό προσπερνώντας βέβαια κάποιες πολύ βασικές λεπτομέρειες, απ’ αυτές που τις έφαγε το fast forward που λέγαμε πιο πάνω. Έχουμε ξεχάσει πώς είναι να κυλούν τα πράγματα από μόνα τους, ζούμε με τόσο έντονους ρυθμούς πια, που βιάζουμε τα πράγματα να γίνουν πριν έρθει η ώρα να συμβούν από μόνα τους.
Ποιος μας τρέχει βρε παιδιά; Γιατί δε χαλαρώνουμε λιγάκι; Προς τι τέτοια βιασύνη; Αυτό δυστυχώς εμπερικλείει πολλούς τομείς τις ζωής μας και μας επηρεάζει, κάποτε πολύ και κάποτε πιο λίγο, είναι φορές που το αντιλαμβανόμαστε κι άλλες που δεν παίρνουμε χαμπάρι, νομίζω το τελευταίο κομμάτι είναι και το πιο δύσκολο.
Τίποτα δε μένει στην τύχη πια, μέχρι και το κάρμα θα μας βρίζει που δεν το αφήνουμε να κάνει τη δουλειά του σωστά. Επεμβαίνουμε σε ό,τι πέσει στην αντίληψή μας και νιώθουμε αυτή την ανεξήγητη δύναμη πως μπορούμε να βάλουμε τα πάντα σε τάξη κι ας φάγαμε τα μούτρα μας από καμιά δεκαριά φορές για το καθετί ξεχωριστά.
Είναι το σκουλήκι του εγωισμού μας τόσο μεγάλο που η μοίρα έχει αποκλειστεί προ πολλού απ’ τη ζωή μας. Είναι τα πάντα στο έλεός μας. Μέχρι και το «Σ’ αγαπώ» που ήταν ανέκαθεν το μόνο πράγμα που πιστεύαμε πως δεν πρέπει να ειπωθεί απλά και μόνο για να το πάρει ο άνεμος, αλλά να πάρει θέση μόνο όταν έχει σκοπό να στεριώσει και να απλώσει τις ρίζες του εκεί που θα πατήσει, αλλιώς να μη δώσει καν το παρόν του.
Μέχρι κι αυτό το καταρρίψαμε. Αποζητάμε συνεχώς να πάρουμε πράγματα χωρίς να έχει προηγηθεί κάτι που να μας δώσει την αφορμή ή έστω την ψευδαίσθηση πως μπορούμε να ζητήσουμε για να τα πάρουμε.
Μια φορά ένας φίλος ήρθε και με ρώτησε: «Λες να με παρεξηγήσει αν την ρωτήσω αν μ’ αγαπά;». Αν προσέξατε η απορία του συνοδεύεται και με μία μικρή δόση αυτοκριτικής. Ξέρει πως ίσως είναι λάθος αν το κάνει, αλλά ρωτά με τη ελπίδα να τον διαψεύσει κάποιος.
Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα απ’ την αγάπη και το τονίζω! Διότι δεν υπάρχει και το ξέρουμε όλοι. Σε ποιον δεν αρέσουν οι πεταλούδες; Απ’ αυτές που τις νιώθεις στο στομάχι και δε σε παίρνει ο ύπνος. Σε ποιον δεν αρέσουν τα χτυποκάρδια, οι αγκαλιές; Απ’ εκείνες τις αγκαλιές που πρέπει να πάρεις ανάσα από πριν για να βγεις ζωντανός από μέσα. Σε ποιον δεν αρέσουν τα φιλιά; Απ’ εκείνα τα φιλιά που τα δίνεις για κανένα δεκάλεπτο και μετά ξεχνάς πώς είναι να αρθρώνεις λέξη;
Γιατί λοιπόν να ξεφτιλίζουμε την αγάπη; Γιατί να ρωτάμε αν μας αγαπούν; Σε τι αποσκοπεί η επιβεβαίωση; Οι πράξεις είναι αυτές που μετρούν. Μία πράξη ίσως να είναι τόσο μεγάλη που όλα τα «Σ’ αγαπώ» του κόσμου να μην είναι αρκετά για να τη φτάσουν. Ποιος εφηύρε τη λέξη αυτή και μας κάνει άνω-κάτω;
Υπάρχουν άτομα γύρω μας που δεν το έχουν με τα λόγια, βρε παιδί μου, πώς να το κάνουμε. Με το τσιγκέλι θα τους βγάλουμε το σ’ αγαπώ με το ετσιθελιστικό μικρόβιο που κουβαλάμε μέσα μας; Κι αν δε στο πει, τι θα αλλάξει; Αν βρίσκει ένα εκατομμύριο τρόπους να στο δείχνει εσύ θα επιμένεις να το ακούσεις για να ικανοποιήσεις εσένα;
Ας αφήσουμε τα πράγματα να κυλήσουν από μόνα τους, ας τα αφήσουμε να πάρουν τη ροή που υποτίθεται θα έπαιρναν αν δεν ανακατεύαμε το χεράκι μας. Ανακατέψτε ό,τι θέλετε, αλλά τα «Σ’ αγαπώ» αφήστε τα στον τόπο τους! Όταν είναι να ειπωθούν, θα βρουν το δρόμο από μόνα τους.
Επιμέλεια Κειμένου Γεωργίας Ευαγγέλου: Πωλίνα Πανέρη