Είναι μία ανεξήγητη δύναμη που στροβιλίζει την καρδιά και το νου σου, σε αφήνει να νομίζεις πως έχεις τον έλεγχο για να τα βρεις μαλλιά κουβάρια στη συνέχεια και να σου πει: «Τώρα ξέμπλεξέ τα αν μπορείς». Κάπως έτσι μάλλον φανταζόταν ο Θεός όταν έφτιαξε τον έρωτα, σαν την πιο όμορφη κατάρα.

Άνθρωποι πάνε κι έρχονται στη ζωή σου, με κάποιους δεν ταιριάζεις καθόλου, με κάποιους ταιριάζεις πολύ και με άλλους λιγότερο. Υπάρχουν και κάποιοι που δεν μπορείς να προσδιορίσεις σε ποια κατηγορία ανήκουν. Είναι αυτοί που τη μια θες να τους σπάσεις τα μούτρα και την επόμενη στιγμή θες να τους κάνεις μάκια να περάσει. Είναι με αυτούς που το «μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε» δίνει ρεσιτάλ. Προσπαθείς να βρεις τι είναι αυτό που κάνει τη σχέση σας ξεχωριστή, για να σου δώσει ένα κίνητρο μα δε βρίσκεις λόγια να το περιγράψεις.

Μόνο μούδιασμα σου προκαλεί και πεταλούδες. Κάτι σαν διαίσθηση λειτουργεί περισσότερο, γιατί χειροπιαστά επιχειρήματα δε θα βρεις όσο κι αν το σκαλίσεις. Βέβαια κάποτε η διαίσθησή σου είναι λάθος, ενώ ξέρεις πως είναι αδύνατο να συμβεί κάτι μεταξύ σας για τον άλφα ή βήτα λόγο, έρχεται η καρδιά να καταρρίψει κάθε αμφιβολία γιατί η καρδιά ξέρει κι ας τραβάς τα μαλλιά σου μετά.

Παρ’ όλα αυτά ξέρεις πως είναι λάθος, έχεις περάσει τόσα πολλά όμως που λες γιατί να μην μπορώ να το ξεπεράσω κι αυτό, ίσως όχι ανώδυνα, αλλά να το περάσω και να το ξεπεράσω με όσο πιο λίγες γρατσουνιές γίνεται. Μα δεν ξέρεις πως αυτό το κάτι που ήρθε δε θα είναι σαν όλα τα άλλα, δε θα είναι κάτι περαστικό που ήρθε να σε ταρακουνήσει και να φύγει. Αλλά ήρθε κι έκανε την εμφάνισή του σαν μία μικρή σπίθα που στην πορεία θα γίνει φλόγα, που την άναψες με τα χεράκια σου βέβαια γιατί γούσταρες στην αρχή. Αλλά αυτό που δεν υπολόγισες είναι πως δεν είναι σαν τις άλλες φλόγες που άναβαν κι έσβηναν με την πάροδο του χρόνου επειδή δεν ήταν γραφτό να γίνουν.

Δεν είναι από εκείνες που ρίχνεις νερό και σβήνουν, αλλά από εκείνες που παίρνουν το νερό και το μετατρέπουν σε μανιασμένες φλόγες που τα καίνε όλα ολοσχερώς στο πέρασμά τους. Νιώθεις την πυρά να καίει το μέσα σου -αλλά επειδή λίγο μαζοχισμό όλοι τον έχουμε κατάβάθος- το απολαμβάνεις μέχρι να νιώσεις το πρώτο τσουρούφλισμα για να πεις «φτάνει δεν είμαι εγώ για τέτοια» και να δώσεις ένα τέλος. Εκεί όμως είναι που φουντώνει περισσότερο η φωτιά και σε σιγοκαίει αργά και βασανιστικά και δεν κατευνάζει μέχρι να δει τις στάχτες σου σκόρπιες στο κενό. Δε σου δίνει περιθώρια, σε κρατά δέσμιό της μέχρι να πεις συγγνώμη για το θράσος σου να λήξεις κάτι που ούτε στα μισά δεν άφησες να φτάσει.

Είναι όμως που δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά, ξέρεις πως με αυτό τον άνθρωπο δεν έχει μέλλον και πρέπει να σφίξεις τα δόντια και να πεις όχι για το καλό σου, για το καλό του, για το καλό σας τέλος πάντων. Για όποιου το καλό και να είναι πρέπει να βρεις τη δύναμη να αντισταθείς. Μα εδώ είναι που έρχεται σε κόντρα το συναίσθημα με τη λογική. Δεν υπάρχουν κανόνες, ούτε οδηγίες χρήσης, δεν έρχεται κανείς να σε προειδοποιήσει γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί, είσαι σε άγνοια.

Δεν ξέρεις πως οι συνέπειες γι’ αυτή σου την απόφαση θα είναι πολύ χειρότερες εάν τελικά έμπαινες στη διαδικασία να το ζήσεις. Θα μπεις σε ένα εμφύλιο πόλεμο με τον εαυτό σου, με το είναι σου. Οι άνθρωποι δεν είμαστε φτιαγμένοι για τα «όχι» και τα «δεν», όσο μας λένε πως δεν μπορούμε να κάνουμε ή να έχουμε αυτό το κάτι, άλλο τόσο χτυπά εκείνο το ενοχλητικό καμπανάκι μέσα μας και δε μας αφήνει σε ησυχία μέχρι να το πετύχουμε.

Όσο πιέζουμε κάτι να μη συμβεί, άλλο τόσο αυτό θα μας κυνηγά για την υπόλοιπη ζωή μας και θα μας βρίζει που δεν του δώσαμε την ευκαιρία να εξελιχτεί κι ας μην κατέληγε πουθενά. Τουλάχιστον να το αφήναμε να μπει σε μα τροχιά κι αν ήτανε γραφτό να μη συμβεί, θα έσβηνε στο τέλος από μόνο του.

Ζήστε, αγαπήστε, αφεθείτε. Δώστε με τα μούτρα για μία φορά, βρε αγάπες και σπάστε τα για εκείνο το κάτι που σας τρώει κι ας μη βγάζει νόημα, για να μη σας στοιχειώνει μια ζωή. Τουλάχιστον αν σπάσετε τα μουτράκια σας θα γιάνουν. Η ψυχή όμως; Πώς να θρέψει όταν την τρώνε τα απωθημένα κι οι ενδοιασμοί, δε μου λέτε;

 

Συντάκτης: Γεωργία Ευαγγέλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη