Οι γονείς μας πάντα, απ’ την πρώτη στιγμή που θα γεννηθούμε, θέλουν το καλύτερο δυνατό για εμάς. Μας μεγαλώνουν με κόπους και βάσανα, κάνουν όνειρα για μας κι εύχονται την ευτυχία μας. Υπάρχουν όμως και κάποιες φορές που προαποφασίζουν την πορεία μας, κάνοντας τα δικά τους σχέδια για την επαγγελματική αποκατάστασή μας.
Οι σημερινοί γονείς λόγω της γενικότερης κοινωνικής εξέλιξης κι απελευθέρωσης, μακριά απ’ τα αυστηρά πρότυπα του παρελθόντος, είναι –ευτυχώς– λιγότερο χειριστικοί και πειστικοί, συγκριτικά με περασμένες εποχές, όμως υπάρχει ακόμα ένα ποσοστό τους που αποφασίζει και διατάζει για το μέλλον των παιδιών τους. Φυσικά «για το καλό» τους θεωρούν δεδομένο πως τα σπλάχνα τους, χωρίς καν να τα ρωτήσουν και να ενδιαφερθούν για τα δικά τους όνειρα, θα αναλάβουν τα καθήκοντα της οικογενειακής τους επιχείρησης, η οποία ίσως και να μετράει χρόνια ανοδικής πορείας στο χώρο της.
Για κάποιους το να ‘χουν οι γονείς σου μια στρωμένη δουλειά θεωρείται ευχή, με την έννοια πως υπάρχει ένα έτοιμο επαγγελματικό πεδίο για να ασχοληθείς, χωρίς να χρειαστεί να ρισκάρεις και να κουραστείς για να αυτοδημιουργηθείς. Πολύ λάθος σκέψη. Στην πραγματικότητα, μοιάζει περισσότερο με κατάρα αυτό το κληροδότημα.
Κι αυτό διότι τα παιδιά αυτά δε γεννήθηκαν επιχειρηματίες κι ούτε ζήτησαν ποτέ να αναλάβουν ένα τέτοιο έργο, που ίσως και να μετράει την αρχή του αρκετές γενιές πίσω. Οι γονείς τους, που αποφασίζουν τώρα αυθαίρετα για το δικό τους το μέλλον, χωρίς να αφήνουν περιθώρια επιλογής και κατευθύνοντας τις σπουδές των παιδιών τους στο πιο κοντινό στην επιχείρησή τους αντικείμενο, πολύ πιθανό να έζησαν το ίδιο. Να υπήρξαν κι εκείνοι θύματα των συγκυριών και να αναγκάστηκαν να αναλάβουν τις ευθύνες μιας τέτοιας επιχείρησης, παραλαμβάνοντάς την απ’ τους δικούς τους γονείς.
Έτσι, όμως, δε βοηθάνε τα παιδιά τους να προχωρήσουν στη ζωή τους, να αποφασίσουν, να δημιουργήσουν, να χαράξουν την πορεία τους. Το βάρος όλων αυτών των καθηκόντων, των ευθυνών και των πιέσεων βαραίνει συνήθως περισσότερο τα πρωτότοκα παιδιά, θεωρώντας ως δεδομένο πως θα πρέπει να θέλουν να ασχοληθούν με την οικογενειακή επιχείρηση.
Άλλοτε πάλι η καταπίεση έχει έμμεσα να κάνει με την επιχείρηση, προσπαθώντας να πείσουν ή να επιβάλλουν στα παιδιά τους την ιδέα να σπουδάσουν κάτι σχετικό με τον δικό τους τομέα, προσφέροντας μια σχετική ελευθερία ενώ στην ουσία αυτό που επιθυμούν είναι αργότερα να πλαισιώσουν την επιχείρηση με γνώσεις κι εξειδίκευση που οι ίδιοι δεν κατείχαν.
Άλλες φορές τους ασκούν ψυχολογικό πόλεμο με συναισθηματισμούς αλλά κι απογοητεύοντάς τα λέγοντάς τους πως δε θα τα καταφέρουν κάπου αλλού, μιας κι ο επαγγελματικός στίβος είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικός. Ίσως και να το πιστεύουν, αγνοούν όμως τα ταλέντα των παιδιών τους κι εθελοτυφλούν, αφού δε θέλουν να δεχτούν τα όνειρά τους απ’ τη στιγμή που δεν ταυτίζονται με τα δικά τους.
Ίσως, πάλι, κάποιοι να ξεσπούν τα δικά τους απωθημένα κι υποσυνείδητα να τιμωρούν και να εκδικούνται τα παιδιά τους, επαναλαμβάνοντας την ιστορία -αφού και στους ίδιους οι δικοί τους δεν τους επέτρεψαν να χαράξουν μια διαφορετική πορεία.
Όποια και να ‘ναι η δικαιολογία, το να επιβάλλεις τις επιλογές σου στα παιδιά σου είναι εγκληματικό και σίγουρα μόνο αγάπη δε δείχνει, ανεξαρτήτως πρόθεσης. Κι αυτό γιατί μια τέτοια ψυχολογική πίεση δε βοηθάει τα παιδιά αυτά να ανεξαρτητοποιηθούν και να βασιστούν στα δικά τους πόδια. Αντιθέτως, τα φορτώνει με ένα βάρος ευθυνών στις πλάτες τους, γενιών ολόκληρων, θεωρώντας ως δεδομένο ότι πρέπει να τα καταφέρουν και να μην αποτύχουν.
Καλό, λοιπόν, θα ήταν να αφήσουν στα παιδιά τους την ελευθερία των επιλογών και να τα παροτρύνουν να ακολουθήσουν το όνειρό τους κι όχι μια έτοιμη πορεία που τα εγκλωβίζει κι ίσως τα κάνει δυστυχισμένα, ακόμα κι αν στα μάτια των γονιών φαντάζει μοναδική ευκαιρία.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη