«Αχ θάλασσα μου σκοτεινή, θάλασσα αγριεμένη, που θα με βγάλεις το πρωί, σε ποια στεριά μου ξένη», τραγουδάει ο Νίκος Πορτοκάλογλου κι εσύ δυναμώνεις ακόμα περισσότερο την ένταση στο ηχείο, βάζεις μπροστά το αμάξι και φεύγεις μακριά από όσα σε πιέζουν με έναν και μόνο προορισμό: τη θάλασσα.
Σε όλη τη διαδρομή χαζεύεις το τοπίο πώς μεταμορφώνεται, πώς αλλάζει σχήματα και χρώματα, πώς παραποιεί εναλλαγές από καφέ σε πράσινο κι έπειτα μια μίξη αυτών των δύο σε κάνει να χαίρεσαι για το μεγαλείο της φύσης, αλλά τα μάτια σου όσο κι αν αγναντεύουν γύρω-γύρω, χρειάζονται κάτι πολύ συγκεκριμένο για να κοντοσταθούν και να ρεμβάσουν. Χαζεύεις τη διαδρομή, αφήνεσαι σε σκέψεις βλέποντας λίγο απ΄το γαλάζιο του ουρανού κι είναι η ώρα εκείνη πριν πέσει ο ήλιος, που αυτό το γαλάζιο το επιθυμείς να ‘ταν λίγο πιο σκούρο, περισσότερο μπλε. Λίγο, όμως, ακόμα και να το, έφτασες μπροστά στην αγαπημένη σου θέα, στη θάλασσα.
Πάντα το υδάτινο στοιχείο σε έλκυε, σε τράβαγε κοντά του με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Η θάλασσα σε γεμίζει με την απέραντη ηρεμία της, ακόμα και φουρτουνιασμένη να ‘ναι, δε χάνει ποτέ από καλαισθησία, έχει μια άγρια ομορφιά, που σε εθίζει κοντά της, σε μαγεύει με την ολοκάθαρη χαλάρωση που σου προσφέρει κι όταν βουτάς μέσα στο βυθό της, επουλώνει και τις πιο ανοιχτές σου πληγές κι όχι εκείνες τις εξωτερικές, τις γρατζουνιές και τις αμυχές του δέρματός σου γιατί αυτές επουλώνονται και γρήγορα σε σχέση με τις άλλες πληγές, εκείνες τις εσωτερικές γρατζουνιές της ψυχής.
Αυτές συχνά αργούν να επουλωθούν, αλλά η ελευθερία που νιώθεις στη θάλασσα βοηθάει να ξεχαστείς. Είναι λες και ρίχνει αλάτι και ιώδιο πάνω σου και σε θεραπεύει. Ξαναβουτάς κι αφήνεσαι, κολυμπάς και γίνεσαι ένα μαζί της. Αρχίζεις και λες όλα σου τα μυστικά. Αποκαλύπτεις όσα έχεις κρύψει βαθιά μέσα στις σκέψεις σου κι εκείνη ξέρει με τον τρόπο της να σ’ ακούει και φυσικά είναι τόσο εχέμυθη· χαρακτηριστικό που δε βρήκες εύκολα στους ανθρώπους.
Σε οδηγεί στα καλύτερα μονοπάτια του μυαλού σου. Δεν είσαι παιδί του βουνού εσύ. Αν δεν έχεις μπροστά σου λίγο απ΄τον ορίζοντά της χάνεσαι, αποπροσανατολίζεσαι, λες κι εκείνη είναι το μοναδικό σωστό ορόσημό σου. Μέσα στα αλμυρά νερά της, ανασαίνεις το οξυγόνο που καιρό ζητούσες να σου δώσει ελπίδα και βλέπεις πως τελικά τα καταφέρεις να χαλαρώσεις απ΄όλα. Βγαίνεις στην επιφάνεια κι το ηλιοβασίλεμα προχωράει, απολαμβάνεις τον καμβά του μπλε με το κόκκινο που δημιουργεί ο ήλιος πάνω στην επιφάνειά της με τις αντανακλάσεις.
Η επιφάνειά της γίνεται ένας καθρέφτης για τον ήλιο που δύει κι ο βυθός της μια άβυσσος για όποιον τολμά να την εξερευνήσει. Όλοι τη θαυμάζουν επιφανειακά, λίγοι σκοπέυουν, όμως, να βουτήξουν στα βαθιά της νερά. Ο βυθός μένει πάντα πυκνός, σκοτεινός και κρύος, αλλά ταυτόχρονα μυστήριος, διαφορετικός και σπάνιος. Έχει μια ιδιαίτερη ομορφιά σαν κι εκείνη που έχεις μέσα σου κι εσύ.
Σε αυτόν τον βυθό τρέχεις από παιδί, αυτός ο βυθός κρατάει καλά φυλαγμένα τα μεγαλύτερα σου μυστικά ενώ η επιφάνεια απλώς παραπλανεί τους περαστικούς. Μα εσύ ξέρεις τι σε ηρεμεί περισσότερο, τι σε κάνει να ξεχνιέσαι, ν’ αφήνεσαι απ΄όλα, να ξεφεύγεις από το άγχος μιας συνηθισμένης ρουτίνας. Αλλά κυρίως κλείνει τις πληγές σου και ας ρίχνει αλάτι, σε κρατάει μακριά από το αδιέξοδο του κόσμου και τη μιζέρια που προσπαθεί να σου εμποδίσει τη διαύγεια της σκέψης σου.
Κολυμπάς προς την ακτή, κρυώνεις, ντύνεσαι και μπαίνεις στο αυτοκίνητο, κρατώντας στο μυαλό σου την εικόνα της θάλασσας που την αγκαλιάζει ο ήλιος και φεύγεις. Στον δρόμο του γυρισμού, της έχεις δώσει την υπόσχεση να ξαναπάς σύντομα, γιατί είναι το καταφύγιό σου από παιδί. Ανοίγεις τη μουσική κι ακούς το ίδιο τραγούδι στο ρεφρέν: «Τα είχα όλα μια φορά μα ήθελα παραπάνω, τι να τα κάνω τώρα πια απόψε που σε χάνω».
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα