«Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, λέξη απ’ τα χείλη μας δε βγαίνει» λέει ένα παλιό λαϊκό άσμα και μιλάει για τη φορτισμένη ατμόσφαιρα δύο ερωτευμένων, που παίρνουν την απόφαση ενός τέλους και τους διαπερνούν χιλιάδες βολτ -τα ίδια που καιρό πριν τους έκαιγαν από πάθος κι ερωτισμό. Τι γίνεται, όμως, με αυτή τη σπίθα; Πού πάει όταν αυτοί που τη γέννησαν δεν είναι πια μαζί;
Η χημεία γνωρίζει καλύτερα, κι η φυσική δεν πάει πίσω. Τα ετερώνυμα έλκονται και τα ομώνυμα απωθούνται, όμως και στις δυο περιπτώσεις η έλξη αυτή δημιουργεί ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, κάτι αντίστοιχο με τον ηλεκτρισμό που δημιουργούν τα βλέμματα, πόσο μάλλον τα αγγίγματα, δυο ερωτευμένων -ακόμα κι αν δεν είναι πια μαζί. Δυο σώματα που έλκονται θα έλκονται για χρόνια, ακόμα κι ανάμεσα σε χίλιους, πάλι θα νιώθουν την έλξη της πρώτης φοράς -κι ας έχει περάσει πια καιρός, κι ας έχουν πάρει διαφορετική τροπή οι ζωές τους.
Η γλώσσα του σώματος είναι που δημιουργεί αυτό το ηλεκτροστατικό πεδίο, καθώς όσα κι αν περάσουν, όσα κι αν ζήσουν χωριστά, τίποτα δεν είναι ικανό να σβήσει, να γειώσει, αυτήν την έλξη ανάμεσά τους. Σε μια πιθανή συνάντηση, αφού έχουν περάσει μήνες (ίσως και χρόνια) αλλά κι άνθρωποι από πάνω τους, μπορεί να μη νιώθουν αρχικά άνετα, να τους είναι δύσκολο, πραγματικά αμήχανο κι άβολο μετά από τόσο καιρό να ξαναβρεθούν στον ίδιο χώρο, όμως τα σώματα έχουν μνήμη.
Οι σάρκες θυμούνται την αρχή και τους ωθούν στην έλξη, δειλά στην αρχή και με ένα δισταγμό, μια αβεβαιότητα που τους σπρώχνει στα τυπικά, στο να ρωτήσουν για τις αλλαγές στις ζωές τους, μέχρι να σκάσουν τα πρώτα χαμόγελα οικειότητας κι αν υπάρχει κι αλκοόλ στο χώρο, για να ζαλίσει λίγο την αμφιβολία, τα κορμιά αναλαμβάνουν να υπενθυμίσουν τα συναισθήματα. Δειλά αγγίγματα στην αρχή, απαλά χάδια, γέλια, πειράγματα και βαθιές συζητήσεις.
Η γλώσσα του σώματος δε φιμώνεται, προδίδει ότι υπάρχει ακόμα ένας ερωτισμός, μια έλξη που ποτέ δεν έσβησε, κι αναπόφευκτα κάθε φορά που θα συναντιούνται θα τους τραβάει κοντά, θα τους ενώνει, θα τους ξυπνά αναμνήσεις απ’ τις καλύτερες στιγμές που μοιράστηκαν. Κι όσο κι αν το συνειδητό κι η ψυχρή λογική προσπαθεί να επιβάλει αποστάσεις, ο ηλεκτρισμός τους θα καίει κάθε άμυνα.
Μέσα σε αυτή τη θετικά φορτισμένη ατμόσφαιρα το τελικό αποτέλεσμα το κρίνουν τα βλέμματα. Γι’ αυτό και συνήθως αποφεύγουν να κοιτάξουν τόση ώρα ο ένας τον άλλον στα μάτια, ξέροντας πως αυτά –ως καθρέφτης της ψυχής– δε θα τους αφήσουν να κρυφτούν.
Τα βλέμματα, λοιπόν, είναι εκείνα που ολοκληρώνουν όλη αυτήν την έλξη και δημιουργούν την κατάλληλη ατμόσφαιρα, ώστε να εκφράσουν όσα απέφευγαν κι έθαβαν τόσο καιρό, καταργώντας ανασφάλειες και ταμπού.
Ανάμεσα σε χίλια άτομα, λοιπόν, δύο άνθρωποι που κάποτε ένιωσαν και βίωσαν το απόλυτο του έρωτα, μοιράστηκαν το πάθος κι απογείωσαν την έλξη τους, με το πρώτο φιλί θα ανάβουν και πάλι φωτιές!
Υ.Γ Τα ετερώνυμα μπορεί να έλκονται, όμως για λίγο, ενώ τα ομώνυμα όσο κι αν απωθούνται, κάποτε έλκονται κι η χημική τους σύσταση δε δημιουργεί πυροτεχνήματα έλξης αλλά έναν πόλο ερωτισμού.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη