Γλυκό πράγμα η συνήθεια όσο και αν αγαπάμε να λέμε πως την αντιπαθούμε. Λειτουργεί σαν ένα καλό, κλασικό και παραδοσιακό γλυκό από τα χεράκια της γιαγιάς, μας προσφέρει αναμνήσεις, κρύβει κάτι από νοσταλγία και ταυτόχρονα μας εθίζει δίχως να το καταλαβαίνουμε στη ζάχαρη και στη γλύκα του. Ζητάμε καθημερινά και σχεδόν ενοχικά το κομματάκι μας και δεν είναι λίγες οι φορές που θα το προτιμήσουμε από οποιαδήποτε καινούρια γεύση. Μας προσφέρει βλέπεις ασφάλεια η επιλογή της κλισέ απόφασης. Εκείνης που δοκίμασαν εκατό χιλιάδες άλλοι πριν από εμάς και θα δοκιμάσουν άλλοι τόσοι μετά. Όταν όμως το ίδιο το κλισέ γίνει συνήθεια τότε καταντάει και αρκετά βαρετό.

Για αρχή όμως, τι είναι το κλισέ και γιατί να συνοδεύει τη ζωή μας λες και το έχουμε πάρει αγκαζέ; Η λέξη “cliche” προέρχεται από τη γαλλική διάλεκτο και στην ουσία αναπαριστά τον ήχο που ακουγόταν από τη μεταλλική πλάκα στην τυπογραφία. Επρόκειτο για ήχο που όσοι δούλευαν κοντά στο μηχάνημα, ακούγανε συνέχεια. Έφταναν στο σημείο να βλέπουν την πλάκα και να μπορούν να ακούν τον ήχο στο μυαλό τους. Η έννοια λοιπόν που έδωσαν στη λέξη ήταν «στερεότυπο» και από τότε μέχρι σήμερα έχει παραμείνει ίδια.

Δείχνουμε την αδυναμία μας στη συνήθεια μέσα από απλά πράγματα. Από ένα φαγητό που αν μας άφηναν θα φτιάχναμε κάθε μέρα, μια ταινία που έχουμε ήδη δει οχτώ φορές αλλά δε βλέπουμε την ώρα να ξαναπατήσουμε το play, από ένα σημείο στην πόλη μας που αποκαλούμε αγαπημένο και από τον τρόπο που τρέχουμε σε αυτό κάθε φορά που νιώθουμε άσχημα. Τη δείχνουμε ακόμη και μέσα από τον τρόπο που φλερτάρουμε σταθερά κι απαράλλακτα, μέσα από τον τρόπο που λειτουργούμε στις σχέσεις μας, το δείχνουμε ακόμη και μέσα από τις συνήθειές μας στο κρεβάτι. Και είναι λιγάκι περίεργο -αν είμαστε ειλικρινείς- το ότι παρότι μας ελκύουν τα κλισέ και η συνήθεια, όταν τα βλέπουμε στους άλλους τα βαριόμαστε.

Ο φόβος και η ανασφάλεια είναι αυτά που μας οδηγούν σε τόσο συγκεκριμένα βήματα κι ας ξέρουμε κατά βάθος ότι αλάνθαστα βήματα υπάρχουν μόνο στο tango. Τρομοκρατούν τις ψυχές των ανθρώπων αυτά τα δύο στοιχεία, διότι το καινούργιο, το εντελώς φρέσκο και αδοκίμαστο στην πράξη, απαιτεί ρίσκο και το ρίσκο με τη σειρά του απαιτεί τα κότσια του να δεχθείς την πιθανότητα να σπάσεις πανηγυρικά τα μούτρα σου. Τα κλισέ παίρνουν θέση και ριζώνουν διότι προσφέρουν την ασφάλεια του δοκιμασμένου, του γνωστού. Ποτέ όμως δε θα σε βάλουν στο τριπάκι να δοκιμάσεις κάτι καινούριο. Θα αρκεστείς στο να πετάξεις την ίδια ατάκα που ξέρεις ήδη το αποτέλεσμά της, σαν να είναι η ζωή μας μια κασέτα που παίζει ξανά και ξανά ένα ξεπερασμένο σενάριο, παλιομοδίτικο για τα δικά μας δεδομένα.

Στο φλερτ αγαπάμε τα κλισέ γιατί ξέρουμε να τα χειριζόμαστε. Κλισέ απερίγραπτο το « Γεια σου, να κεράσω ένα ποτό;» αλλά ό,τι απάντηση και να πάρεις είναι εύκολη! Δε θα σε αφήσει ποτέ να σκέφτεσαι πώς να ανταποκριθείς. Τα κλισέ είναι ουσιαστικά ο τρόπος σου να φας εσύ την πίτα, να δώσεις στον σκύλο την κονσέρβα και να είσαστε στο τέλος και οι δύο χορτάτοι. Και δεν είναι κακό να τα θέλεις όλα, μην πέφτεις όμως στην παγίδα του να ξεχάσεις και τι σημαίνει πρωτοτυπία, γιατί έτσι μόνο θα χάσεις. Μια έξυπνη ατάκα για να φλερτάρεις το πρόσωπο που ποθείς σημαίνει και ένα πιο open minded άτομο που δεν είναι προσκολλημένο σε μια άλλη εποχή. Όπως και να το κάνεις, καλό ακούγεται.

Δε λέμε να γίνουμε όλοι ξαφνικά υπέρμαχοι της περιπέτειας και να ρισκάρουμε καθημερινά όσο μπορούμε. Στην τελική δε θέλουμε να αλλάξουμε! Μας αρέσει το κάθε τι που πράττουμε να έχει το στίγμα μιας πινελιάς κλισέ η οποία, αν και ξεπερασμένη, δεν παύει να αποδίδει ίσως ακόμη και για τις επόμενες γενιές. Λέμε απλώς να μην αφήνουμε και το φόβο να μας κρατάει πίσω.

Στο χέρι σου είναι όλα. Εσύ επιλέγεις αν θα τα κάνεις όλα ανάστα , αν θα γυρίσεις τον κόσμο ανάποδα για να δοκιμάσεις είτε μια γεύση, είτε ένα φαγητό, είτε ένα διαφορετικό – για τα standards σου- νέο έρωτα. Εσύ επιλέγεις κι αν θα μείνεις τελικά στα όσα ξέρεις και αγαπάς. Όπως και να έχει, οι επιλογές είναι δικές σου και η ζωή μπροστά σου. Κλισέ ατάκα; Ίσως… αλλά μου άρεσε και την επέλεξα!

 

Συντάκτης: Γεωργία Δημητρακάκου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη