Τον Φεβρουάριο τον αγαπάμε στο pillowfights γιατί είναι ο μήνας που γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας. Και τα γενέθλια θέλουν κέφι και φίλους για να τα ευχαριστηθείς. Φίλους νέους, αλλά και διαχρονικούς κι αγαπημένους.
Έτσι κι εμείς ζητήσαμε από πρώην αρθρογράφους μας (once a pillowfighter, always a pillowfighter, μην ξεχνιόμαστε!) να μας χαρίσουν από ένα guest άρθρο, εδώ στο reunion μας!
Από σήμερα 1/2/18 ως και τις 15 του μήνα, καθημερινά θα δημοσιεύουμε τις νέες ιστορίες των παλιών μας φίλων.
Χρόνια πολλά fighters!
Γράφει ο Ιωάννης Κυράπογλου.
Ωρίμασα. Μεγάλωσα. Έγινα δυνατός. Είναι τόσο υπέροχο να μπορείς να λες τόσο όμορφα πράγματα για τον εαυτό σου και να τα πιστεύεις με όλη σου την καρδιά, με μια μικρή, σχεδόν αόρατη υποσημείωση: είναι όλα ψέματα που έχεις ανάγκη να λες στον εαυτούλη σου για να περνάς τις ημέρες δίχως να γλιστράς στην ανυπαρξία. Δεν είναι ανάγκη να μιλάς στον εαυτό σου και να του υπενθυμίζεις πόσο υπέροχος είσαι και πόσο μεταλλάχθηκες σε κάτι για το οποίο είσαι υπερήφανος. Άσε τα πεπραγμένα να μιλούν για εσένα.
Απ’ τη μικρή ζωή που έχω απολαύσει ως τώρα, έχω καταλάβει πως αγαπώ δυο-τρία πράγματα εξωπραγματικά, ουτοπικά, που σχεδόν είναι άδικο να ζουν στον ίδιο κόσμο με εμάς τους υπόλοιπους: τις γυναίκες, τα ποιήματα και το ποδόσφαιρο. Το κακό είναι πως κανένα από αυτά δεν καταφέρνω να ευχαριστηθώ στο τέρμα γιατί πάντα κάτι θα μου φταίει ή κάτι θα είναι τόσο τέλειο που καταντά ανυπόφορο. Σε τι σόι διαδικασία βασανισμού υποβάλλουμε τους ίδιους μας τους εαυτούς; Πότε πρόκειται να γίνουμε ευτυχισμένοι αν δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί με όσα αγαπάμε;
Πάντα θα θέλουμε λίγη ακόμη αγάπη και μετά δε θα την αντέχουμε, θα σκάμε. Πάντα θα διαβάζουμε κι άλλο ένα ποίημα και μετά θα αποκοιμιόμαστε, ξεχνώντας όσα διαβάσαμε. Πάντα θα θέλουμε να βάλουμε κι άλλο ένα γκολ, αλλά μπορεί τελικά να δεχθούμε εμείς ένα. Και κυλάει το πράγμα, γιατί μας μάθανε πως η ζωή είναι μια τεράστια ευθεία.
Γεννηθήκαμε μαθημένοι να μην ευχαριστιόμαστε τίποτα κι όταν κάτι μας γεμίζει, το ακουμπάμε λιγάκι, επίτηδες, μεν, αλλά προσέχοντας να μην το καταλάβει κανείς και πέφτει όλο κάτω. Γίνεται χάλια. Λερώνει, λεκιάζει κι από ποθητό γίνεται ανυπόφορο. Και το κοιτάμε προσποιούμενοι πως νιώθουμε άσχημα γι’ αυτό. Μα είμαστε οι μόνοι υπεύθυνοι για την κατάντια του. Είμαστε οι μόνοι υπεύθυνοι για την κατάντια μας.
Ξέρω πως σε είχα συνηθίσει στα κλαψιάρικα άρθρα κι αυτό εδώ γιατί να αποτελεί εξαίρεση; Μια ζωή αναζητώ όσα αναζητούν όλοι με μια μανιώδη ελπίδα πως εγώ, απ’ όλους, θα βρω τη λύση. Μια ζωή γράφω με μια ανυπόμονη ιδέα πως εγώ, απ’ όλους, θα γίνω σπουδαίος. Σπουδαίος δεν έγινα, η αναζήτηση συνεχίζεται κι η ζωή είναι αυτό ακριβώς το υπέροχο παράδοξο: όσο πιο κοντά φτάνουμε στις λύσεις, νιώθουμε ευτυχία. Μόλις τις βρούμε, χάνουμε την όρεξη, αποχωριζόμαστε τη φλόγα που δημιουργήθηκε από τούτο το κυνήγι των λύσεων. Και πάλι απ’ την αρχή. Και πάλι θα νιώσουμε αποτυχημένοι, και πάλι θα φτιάξουμε νέους στόχους, και πάλι θα χαμογελάσουμε τη στιγμή που είμαστε κοντά, και πάλι θα χάσουμε τον κόσμο απ’ τα πόδια μας τη στιγμή που θα πετύχουμε αυτούς τους στόχους.
Κυνήγι αόρατων λύσεων, ψάχνοντας καρτερικά αυτή την ισορροπία πάνω στο λεπτό, τεντωμένο σχοινί. Μόνο που δεν ξέρουμε ισορροπία και δε βλέπουμε το σκοινί γιατί είναι νύχτα, πίσσα σκοτάδι. Ίσως να είμαστε πιο θαρραλέοι και πιο δυνατοί και πιο γαμάτοι απ’ όσο μετράμε τους εαυτούς μας. Ποιος τρελός θα πήγαινε να ισορροπήσει βραδιάτικα σε τεντωμένο σκοινί;
Θα έκλεινα με αυτή τη ρητορική ερώτηση, αλλά θα κλείσω υπενθυμίζοντάς μου κάτι: είμαι αδύναμος, δεν έχω καταφέρει τίποτα στη ζωή μου, είμαι μια αποτυχία που αγαπά τις γυναίκες, τα ποιήματα και το ποδόσφαιρο. Δεν υπάρχει τίποτα που να με σταματά απ’ την προσπάθεια να πετύχω κάτι, να γράψω κάτι όμορφο, δεν υπάρχει κανείς που θα με κάνει να πιστεύω πως δεν αξίζει να παλεύεις κάθε μέρα για κάτι, δε θα πάψω ποτέ να αναζητώ το γαμημένο τα χαμόγελο. Γυναίκες, ποιήματα και μια μπάλα θα μου δείξουν τον τρόπο.