Τον Φεβρουάριο τον αγαπάμε στο pillowfights γιατί είναι ο μήνας που γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας. Και τα γενέθλια θέλουν κέφι και φίλους για να τα ευχαριστηθείς. Φίλους νέους, αλλά και διαχρονικούς κι αγαπημένους.
Έτσι κι εμείς ζητήσαμε από πρώην αρθρογράφους μας (once a pillowfighter, always a pillowfighter, μην ξεχνιόμαστε!) να μας χαρίσουν από ένα guest άρθρο, εδώ στο reunion μας!
Από σήμερα 1/2/18 ως και τις 15 του μήνα, καθημερινά θα δημοσιεύουμε τις νέες ιστορίες των παλιών μας φίλων.
Χρόνια πολλά fighters!
Γράφει η Αναστασία Θεοφανίδου.
Τον καφέ σου τον πίνεις μέτριο. Σιχαίνεσαι την παραπάνω υγρασία στο φίλτρο του τσιγάρου σου. Τα μάτια σου είναι μελί και στο φως τους βγαίνουν πράσινα· ως εδώ, ελαχίστως διαφέρεις. Απεχθάνεσαι να κάθεσαι στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, είν’ ανυπόφορο. Είσαι του αλμυρού κι όχι του γλυκού και προτιμάς πάντοτε το σπίτι απ’ το έξω.
Παίζεις λίγο πιάνο κι αν μπορούσες περισσότερο. Κάποτε θα ‘θελες να διαβάσεις περισσότερα βιβλία, αλλά δε σου μένει χρόνος. Ιδανικά θα ‘θελες έναν σκύλο και μια γάτα. Αν δεν τύχει, ας τύχει τουλάχιστον η γάτα. Από βουνό, διαλέγεις θάλασσα κι από καλοκαίρι, ξεκάθαρα, φθινόπωρο. Πες, φθινόπωρο ή άνοιξη. Αν σου χαρίζανε ένα ταξίδι, θα το απέρριπτες προς αποφυγήν ταλαιπωρίας.
Από ταινίες προτιμάς τις περιπέτειες. Σίγουρα ποτέ ρομαντικές. Αρχικά τραγουδούσες στο μπάνιο, μετά στο σαλόνι, τελικώς στην κρεβατοκάμαρα. Νομίζεις δεν ξέρεις πολλά και σου καταγράφω λάθος. Κάποτε είχα σημειώσει να σε ρωτήσω πράγματα. Θα ‘ρθει ο καιρός, θα στα ρωτήσω. Όταν βαριέσαι, αφήνεις πάντοτε το πρόσωπο πάνω στην παλάμη σου. Άλλοτε το γέρνεις απ’ τη μια ή απ’ την άλλη. Όταν αγχώνεσαι, τρεμοπαίζεις σταθερά το δεξί σου πόδι.
Το λάμδα σου ακούγεται ελαφρώς παχύ κι απ’ το τηλέφωνο παχύτερο. Σ’ ένα τηλεφώνημά σου μάτωσα την παλάμη μου απ’ το τρακ· τι να σου πω για να σ’ αρέσει; Τα πιο ωραία σου πορτρέτα θα τα ζωγράφιζα ενώ καπνίζεις, όπως σπας τον καρπό σου και ξεφυσάς ερωτικά. Τότε δε μοιάζεις με κανέναν. Τις πιο ωραίες μας κουβέντες τις κάναμε μεσάνυχτα. Οι πιο ωραίες βόλτες μας ‘γιναν σε λιμάνια. Σου λέω «Θυμάσαι τότε;». «Θυμάμαι».
Σε δικό σου σπίτι, θα τα ‘βαφες όλα πετρόλ. Κυμαίνεσαι πάντα ανάμεσα γκρι και άσπρου. Μαζί θα ‘χες και το σκύλο και το γάτο. Λογικά θα μεγαλώνανε μαζί, να μη μαλώνουν. Κάποτε θα ‘βγαινε μια κόντρα. Σε δική μας κόντρα ξεσπαθώνεις και μετά ούτε ακούγεσαι. Αφού πεις όλα τ’ ασυγχώρητα, δε λες συγγνώμη, αλλά περνάει. Σιγά τον πολυέλαιο. Μου λες, «Θυμάσαι τότε;». «Δε θυμάμαι».
Τα μέλια τα βρίσκεις φριχτά κι αφόρητα, αλλά η πραγματικότητα αραιά και πού σε διαψεύδει. Ζηλεύεις από μέσα σου, που είναι αφόρητο για εμένα, για τον έναν και τον άλλον. Θες πάντα προσοχή κι όλα με την ώρα σου. Ούτε πριν ούτε μετά. Αυτό, μπορεί και να ‘ναι ψέμα. Κλαις συχνά και πάντοτε το πνίγεις· τι το πνίγεις; Εγώ νομίζω πως σου εκφράζομαι πολύ κι εσύ μου λες πως λίγο. Τι σημασία έχει; Σ’ αγαπώ; Μ’ αγαπάς.
Ξέρω για το σημάδι σου στο μέτωπο κι εκείνο πιο ψηλά στο πόδι. Ξέρω ότι σιχαίνεσαι την πολυκοσμία, σε ταράζει η βαβούρα, τόσο που πλέον θα ‘μπαινες με δυσκολία σ’ αεροπλάνο και στο κέντρο σε πιάνει πάντα κρίση. Που τώρα δε γουστάρεις κόσμο, που κόσμο δυο φορές έχεις διαγράψει, που στη δουλειά στη σπάνε όλα, που μία μέρα θες να φύγεις. Μου λες, «Όλο προβλήματα», σου λέω «Όλα για τους ανθρώπους είναι». Να ‘σαι καλά, να ‘μαι καλά, όλα θα ‘ρθουν.
Πού και πού, βλέπεις τους άλλους. Μου λες: «Κι αν κάποτε έρθει κάποιος άλλος από μένα;». Ποιος να ‘ρθει; Αφού δε σε φτάνουν ούτε στις άκρες των δαχτύλων σου. Εκείνοι δε θα καταλάβουν, δεν καταλαβαίνουν πού υστερούν. Εκείνοι δεν έχουν τον τρόπο σου, δε μοιάζουνε στο δέρμα σου. Εκείνοι δε θα μάθουν τις ευαισθησίες μου, δε θα μοιραστούν ποτέ τους τις δικές σου. Δε θα με κοιτάξουν με τον ίδιο τρόπο· πού ξέρουν εκείνοι από τρόπο; Αυτοί δεν έχουνε τα χέρια σου, δε θα μου πει κανείς τους κάτι να ησυχάσω.
Κι όλη μου η χαρά είναι που τους βλέπω να υστερούν στο πλάι σου. Που στο πλάι σου φαίνονται όλοι ανεπαρκείς επιεικώς και μη συγκρίσιμοι. Κι αφού κανένας δε θα συγκριθεί ποτέ μαζί σου, αφού κανείς τους δεν μπορεί να σ’ αντικαταστήσει, πάση θυσία κρατάω το πρωτότυπο. Και με τον καιρό θα μάθω κι άλλα και για σένα και για μένα, απ’ αυτά που αγαπάς κι αυτά που σε πονάνε. Με τον καιρό, θα μελετήσω τις κινήσεις των βλεφάρων σου και την ταχύτητα του βηματισμού σου. Με τον καιρό κι όλα θα ‘ρθουν.