Το pillowfights θυμάται, τιμά και γιορτάζει τους αρθρογράφους που πέρασαν κάτω από τα πούπουλά του σ’ ένα αρθρογραφικό reunion! Παλιοί κι αγαπημένοι pillowfighters, επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος και μας χαρίζουν ένα ακόμη άρθρο.
Καλώς μας ξανάρθατε και καλώς σας ξαναδεχτήκαμε!
Γράφει η Eλευθερία Γκαραβέλα. (Διάβασε παλαιότερα άρθρα στη στήλη της #In_somnis_veritas)
Κι έρχεται η στιγμή που ανακαλύπτεις πως το λάθος δεν είσαι απαραίτητα εσύ, αλλά κι εσύ. Που καλώς θέλεις να πιστεύεις ότι έχεις ανθρώπους δίπλα σου, μα στην πραγματικότητα παρατηρείς πως στέκεσαι απέναντί τους κι νιώθοντας να είναι την ίδια στιγμή εντελώς ανύπαρκτη η ύπαρξή σου. Κι είναι φανερό, πλέον, πως φεύγοντας, κανείς δε θα σε ψάξει. Η πόρτα είναι ορθάνοιχτη κι ο κόσμος μπαινοβγαίνει δίχως να λογαριάζει συναισθήματα. Η ζωή είναι υπερβολικά μικρή για να τη σκορπάς σε ανούσια, υποτυπώδη καβγαδάκια, ρίχνοντας στη μάχη δεξιά κι αριστερά τον εαυτό σου για να κερδίσεις λίγες όμορφες στιγμές. Αυτές που θα πεις ότι αξίζουν και θα είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού σου.
Δεν είναι δύσκολο να πεις ότι πάλεψες. Όλοι παλεύουν για κάτι. Δύσκολο είναι να πεις ότι έζησες. Κι εγώ μαζί σου προσπάθησα να ζήσω, μα εσύ επέλεξες να είσαι ένας από αυτούς τους περαστικούς που φεύγοντας κατάφεραν να κλέψουν ένα κομμάτι, δημιουργώντας πληγή (το λεγόμενο κενό). Μια πληγή που θα κλείσει, βέβαια, γιατί έτσι κι αλλιώς όλες κλείνουν κάποια στιγμή. Ποτέ όμως δεν ξέρεις αν θα πάρει καιρό ή αν αμέσως θα επουλωθεί λες κι έπεσε πάνω της θαλασσινό νερό.
Λένε πως τα λόγια πληγώνουν όσο κι οι πράξεις κι ίσως κάποιες φορές να το κάνουν και περισσότερο. Κάθε που έλεγες πως δε νιώθω, δεν ξέρω να το δείχνω, δεν ξέρω ν’ αγαπώ, ίσως κάποτε, κάπου βρεθεί κάποιος να μου μάθει, εγώ μίκραινα μέσα μου. Μα, ποια είναι αυτή η αγάπη που έπρεπε να μου διδάξουν για να την προσφέρω; Κι αν έχει δάσκαλο η αγάπη, γιατί δε θέλησες ποτέ να πάρεις αυτόν τον ρόλο; Θα σου πω εγώ γιατί. Είναι απλά τα πράγματα, ας μην τα περιπλέκουμε. Ο κάθε άνθρωπος, αγαπάει με τρόπο εντελώς προσωπικό. Ακόμη κι η χαρά, η λύπη, η στεναχώρια, ο ενθουσιασμός, ο τρόπος που θα νιώσεις κάτι, είναι εντελώς κι απόλυτα δικός σου. Κι έτσι, είτε τον καταλαβαίνουν, είτε όχι.
Κι εσύ, ίσως δεν τον κατάλαβες κι όπως ξαφνικά μπήκες στη ζωή μου κι έφερες τα πάνω κάτω μέσα μου, έτσι απρόσμενα μια μέρα αποφάσισες να φύγεις μ’ ένα «καλή συνέχεια». Αυτό που δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω εγώ, είναι πώς βρήκες τη δύναμη να ψυχράνεις τόσο πολύ, τόσο απόλυτα. Προφανώς κι ένα «καλή συνέχεια» δεν ταίριαζε σ’ εμάς. Γι’ αυτό κι εγώ θα σου πω αυτό το τελευταίο αντίο που δεν ειπώθηκε ποτέ, μιας και το ορίζει το πρωτόκολλο των χωρισμών.
Ξέρουμε πολύ καλά κι οι δυο μας πως δεν αγαπάνε έτσι όπως αγαπηθήκαμε εμείς οι δύο. Για να μην κρυβόμαστε λοιπόν πίσω από κάθε άλλη λέξη εκτός των πραγματικά σημαντικών, ήρθε η ώρα να αποχαιρετιστούμε. Αυτό το αντίο που έπρεπε να ειπωθεί καιρό πριν, αλλά βλέπεις δεν είχα το θάρρος να το κάνω, γιατί φοβόμουν τον πόνο του αποχωρισμού. Γιατί δε με βαστούσαν τα πόδια μου να φύγω.,Αντίο λοιπόν κι ας μην πίστεψες πως όσα ένιωσα για σένα ήταν αληθινά. Αντίο κι ας ήθελες κάτι παραπάνω γιατί δε σου έφταναν αυτά που έπαιρνες- τα συνέκρινες, βλέπεις, με όσα εσύ ήθελες να δώσεις. Αντίο κι ας ήθελα εσένα πιο πολύ απ’ όλα τα υπόλοιπα που θέλησα ποτέ κι ας πάλευα με τη νέα καθημερινότητά μου δίπλα σου. Ήσουν μέρος της σε όσα έκανα. Δε μετανιώνω για όσα έδωσα, με λυπεί μόνο που δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ.
Σου εύχομαι να περνάς όμορφα, και να χαμογελάς. Να δημιουργείς την ευτυχία σου χωρίς να βασίζεσαι πάνω σε άλλους. Κι ίσως έτσι, μια μέρα πεις πως είσαι ένα πραγματικά ευτυχισμένο άτομο. Α! Και κάτι τελευταίο. Όχι δεν υπήρξε ποτέ άλλος. Υπήρξα κάποτε εγώ κι αυτό μου φτάνει!