Τον Φεβρουάριο τον αγαπάμε στο pillowfights γιατί είναι ο μήνας που γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας. Και τα γενέθλια θέλουν κέφι και φίλους για να τα ευχαριστηθείς. Φίλους νέους, αλλά και διαχρονικούς κι αγαπημένους.
Έτσι κι εμείς ζητήσαμε από πρώην αρθρογράφους μας (once a pillowfighter, always a pillowfighter, μην ξεχνιόμαστε!) να μας χαρίσουν από ένα guest άρθρο, εδώ στο reunion μας!
Από σήμερα 1/2/18 ως και τις 15 του μήνα, καθημερινά θα δημοσιεύουμε τις νέες ιστορίες των παλιών μας φίλων.
Χρόνια πολλά fighters!
Γράφει η Δήμητρα Λογοθέτη.
Αυτή τη φορά θα εξαφανιστώ. Θα εξαφανιστώ όπως πολύ καλά ξέρω να κάνω. Θα τρέξω όσο πιο μακριά γίνεται, όσο πιο γρήγορα μπορώ, πριν προλάβω ν’ αλλάξω γνώμη, πριν λυγίσω και θελήσω να το ζήσω. Θα κάνω σαν να μην υπήρξες ποτέ, σαν εμείς οι δύο να μην ανταμώσαμε, σαν να μη μου δόθηκε η ευκαιρία να ζήσω τον έρωτα στην πιο τρελή μορφή του.
Δεν τις γουστάρω εγώ αυτές τις ευκαιρίες. Δε σε ρωτάνε πότε θα έρθουν. Δε χτυπάνε καν την πόρτα. Παραβιάζουν το μυαλό σου, τις ισορροπίες σου, την καθημερινότητά σου με το έτσι θέλω. Τα δικά μου τα θέλω, ωστόσο, είναι πολύ μακριά από τέτοια ανόητα παιχνίδια. Το κρυφτό μου ταιριάζει καλύτερα. Κανείς δε θέλω να εισβάλει στο χώρο μου, δεν το επιτρέπω.
Πήρα, λοιπόν, τις αποφάσεις μου. Να μη με περιμένεις, δε θα γυρίσω. Δε θα με ξαναδείς, ούτε να ζητήσεις εξηγήσεις. Δε στις χρωστάω, άλλωστε. Είναι επιλογή μου να κάνω πίσω. Τώρα που έμαθα να αγαπώ τον εαυτό μου, κάνω τα πάντα για να τον προστατέψω. Απ’ το να καταστρέφομαι κάθε μέρα εξαιτίας ενός μεγάλου έρωτα, εγώ προτιμώ να μην τον νιώσω ποτέ σ’ όλο του το μεγαλείο.
Δειλή; Πιστεύεις, όντως, ότι με νοιάζει πώς θα με χαρακτηρίσεις; Σκέψου ό,τι θες, είναι λίγα αυτά που σου έχω πει για ‘μένα ώστε να μπορέσεις να με καταλάβεις. Μπορεί και να φοβάμαι να καώ, ναι. Μπορεί, όμως, και να ‘χω ήδη καεί. Εγώ προτιμώ απλά να λέω ότι προσέχω για να έχω. Χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Δεν είσαι εδώ εξάλλου για να μου κάνεις ψυχανάλυση.
Τι είναι αυτά που λες; Με ‘μας τους δυο είναι αλλιώς; Λες να μην το ξέρω; Γιατί νομίζεις ότι τρέχω; Αν ήταν ένας κοινός έρωτας, ένας έρωτας σαν όλους του άλλους, δε θα είχα τίποτα να με κρατάει πίσω. Οι πληγές που θα άφηνε θα γιατρεύονταν με τον επόμενο κι οι θυσίες που θα χρειαζόταν δε θα ανέτρεπαν τη ζωή μου όλη. Θα ‘χε λίγο πάθος στην αρχή και μετά μπορεί και να γινόταν ρουτίνα ή να καταλήγαμε σε χωριστά κρεβάτια, ποιος ξέρει.
Με ‘μας, όμως, δεν είναι έτσι. Ή μάλλον, δε θα ήταν έτσι, αν το άφηνα να εξελιχθεί. Η δική μας περίπτωση θα ήταν απ’ αυτές που παραβιάζουν κάθε όριο. Όχι αυτές τις χαζές αγάπες που βλέπεις στο σινεμά, αυτές τις γλυκανάλατες, γεμάτες ρομάντζα αγάπες, με ευτυχισμένο τέλος. Όχι, εμείς θα καταστρέφαμε πρώτα ο ένας τον άλλο κι υστέρα θα ζούσαμε χώρια, ο καθένας να βασανίζεται με τις αναμνήσεις του.
Γι’ αυτό στο ξαναλέω, φεύγω πριν να είναι αργά. Μπορείς να μου κρατήσεις κακία γι’ αυτό που καταστρέφω, κατά βάθος το καταλαβαίνω. Θύμωσε μαζί μου που δε σου δίνω την ευκαιρία να νιώσεις κι εσύ αυτά που ίσως καιρό τώρα έψαχνες. Ελπίζω, όμως, πως μια μέρα θα με δικαιολογήσεις. Θα καταλάβεις ότι προστάτεψα τελικά και ‘σένα από ένα πάθος που, υπό άλλες συνθήκες, θα καβαλούσες μέσα σου όλη σου τη ζωή.
Ξέρεις, θέλει κότσια να παραιτηθείς από κάτι που σου προσφέρει τόση χαρά. Θέλει πολλά κότσια να θυσιάσεις αυτό που μπορείς να ζήσεις τώρα, για να κερδίσεις ή να αποφύγεις κάτι που θα ‘ρθει αργότερα. Εγώ, λοιπόν, μπορώ να διακρίνω την καταστροφή που πλησιάζει κι επιλέγω να θυσιάσω εμάς, προκειμένου εκείνη να μη μας αγγίξει ποτέ. Καταλαβαίνεις τώρα; Δεν ξέρω πόσο πιο απλά να στο πω. Αν εσύ θες να καείς, δικαίωμά σου. Δεν είμαι εγώ εκείνη, όμως, που θα καεί κοντά σου.
Έχω δώσει τελικά πολλές εξηγήσεις, αν και, όπως σου είπα και πριν, δεν είμαι υποχρεωμένη να το κάνω. Παρ’ όλα αυτά, έχω την ανάγκη να σου πω κάτι τελευταίο, έτσι για να μη με πεις κι εντελώς αχάριστη. Απ’ όσες φορές έχει χρειαστεί να τρέξω μακριά από κάτι τόσο αληθινό, η δική μας η περίπτωση ήταν η μόνη που το σώμα μου αντιστάθηκε σ’ ό,τι εγώ το διέταζα να κάνει. Αυτό, φαντάζομαι, δε χρειάζεται να στο εξηγήσω περαιτέρω.
Φεύγω, λοιπόν, μ’ όση δύναμη μπόρεσα να βρω και να μη με περιμένεις.