Τον Φεβρουάριο τον αγαπάμε στο pillowfights γιατί είναι ο μήνας που γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας. Και τα γενέθλια θέλουν κέφι και φίλους για να τα ευχαριστηθείς. Φίλους νέους, αλλά και διαχρονικούς κι αγαπημένους.
Έτσι κι εμείς ζητήσαμε από πρώην αρθρογράφους μας (once a pillowfighter, always a pillowfighter, μην ξεχνιόμαστε!) να μας χαρίσουν από ένα guest άρθρο, εδώ στο reunion μας!
Από σήμερα 1/2/18 ως και τις 15 του μήνα, καθημερινά θα δημοσιεύουμε τις νέες ιστορίες των παλιών μας φίλων.
Χρόνια πολλά fighters!
Γράφει η Ζωή Ναούμ.
Κάποτε με εξόργιζαν οι δειλοί. Τους κοίταζα αφ’ υψηλού με την αλαζονεία μιας υποτιθέμενης υπεροχής απέναντί τους. Τους θεωρούσα ανθρωπάκια μικρά και φοβισμένα, γινόμουν εριστική απέναντί τους. Τι να μου πουν αυτοί εμένα; «Εγώ τολμάω, ρε! Δε μασάω εγώ! Θα πέσω με τα μούτρα μες στη φωτιά κι ας καώ!».
Κι έπεσα. Και κάηκα. Και πέρασα πάρα πολύ καιρό γλείφοντας τις πληγές μου κι αντικρίζοντας με μια δόση ζήλιας τους «δειλούς», που περνούσαν αλώβητοι από δίπλα μου. Εγώ ήμουν σακατεμένη, διπλωμένη απ’ τον πόνο κι εκείνοι ατσαλάκωτοι, ανέπαφοι. Ποιος ήταν το ανθρωπάκι τώρα;
Κάποια στιγμή ανάρρωσα. Τα σημάδια, φυσικά, δεν έφυγαν. Έμειναν πάνω μου, περίτρανες αποδείξεις της γενναίας μου απόφασης να πέσω με τα μούτρα στη φωτιά και να καταλήξω μ’ εγκαύματα τρίτου βαθμού. Αν κρίνεις όσα έκανα βάσει λογικής, δεν μπορείς παρά να με θεωρήσεις εντελώς ηλίθια. Δε θα διαφωνήσω.
Ήμουν μια ατρόμητη ηλίθια, που πλήρωσε τις αποφάσεις της ακριβά. Που ερωτεύτηκε, γέλασε, έκλαψε, φώναξε, χτυπήθηκε, μαράζωσε και τελικά αναγεννήθηκε απ’ τις στάχτες της, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις. Ο έρωτας είναι νόσημα, σχεδόν θανατηφόρο. Το «σχεδόν» μας σώζει πάντα, έστω και την τελευταία στιγμή.
Τη φωτιά την κοιτάζω πια με μια δόση φόβου. Δε με προστατεύει η άγνοια κινδύνου, βλέπεις. Τώρα ξέρω. Είναι ύπουλη η ζεστασιά της, σε κάνει να ξεπερνάς το δίχτυ ασφαλείας σου χωρίς να το καταλάβεις. Ξαφνικά, βρίσκεσαι να την πλησιάζεις σαν υπνωτισμένος κι ενώ το μυαλό σου διαμαρτύρεται, δεν έχει καμία επιρροή πάνω σου. Και μετά, είναι μία στιγμή. Μια τόση δα μικρή στιγμή κρίνει την έκβαση της ιστορίας. Είσαι ένα βήμα μακριά της, γλυκαμένος απ’ την απίστευτη ζέστη και τη θαλπωρή της και μαγεμένος απ’ τη δύναμη και την ομορφιά της. Λαχταράς να την αγγίξεις, αλλά ξέρεις τι θα ακολουθήσει. Τολμάς ή δεν τολμάς;
Όσοι δεν τόλμησαν, γλύτωσαν πολύ πόνο. Αυτή είναι η αλήθεια και πρέπει να την παραδεχτώ. Αλλά να, έχασαν και κάτι. Έχασαν εκείνο το κλάσμα δευτερολέπτου που ζήσαμε εμείς. Εμείς, οι τόσο γενναίοι και τόσο πληγωμένοι, βιώσαμε μια εμπειρία που δεν περιγράφεται με λόγια, όπως δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια κι η πεμπτουσία του έρωτα.
Να ξέρετε, εμείς για μία στιγμή τα είχαμε όλα. Για μία στιγμή ήμασταν παντοδύναμοι, ανίκητοι, αθάνατοι. Όλος ο κόσμος ήταν στα χέρια μας, δε μας έλειπε τίποτα, η πληρότητα ξεχείλιζε από κάθε κύτταρο του κορμιού μας.
Γι’ αυτό πέσαμε στη φωτιά και γι’ αυτό, ακόμα κι αν μπορούσαμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω και να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας απ’ όλον αυτόν τον πόνο, δε θα το κάναμε. Θα τα ξανακάναμε όλα απ’ την αρχή γι’ αυτή τη μοναδική στιγμή. Γιατί είχε η ψυχή μας την τιμή να γνωριστεί με το «όλα» κι ας έπεσε μετά στο «τίποτα». Γιατί είδαμε το απόλυτο λευκό πριν βυθιστούμε στο απόλυτο μαύρο. Μη μου λες «υπάρχουν κι άλλα χρώματα». Μη μου λες «δεν αξίζει». Αν δεν ξέρεις, μη λες τίποτα.
Εκείνους που φοβούνται τη φωτιά, τους σέβομαι. Σ’ έναν βαθμό, μάλιστα, τους καταλαβαίνω κιόλας. Έχουν χίλιους κι έναν λόγους να φυλάγονται και πολύ καλά κάνουν. Απλά εγώ ανήκω στους άλλους. Δεν το λέω πια με αλαζονεία. Μόνο μ’ ένα πικρό χαμόγελο και μια μικρή δόση περηφάνιας…