Ο Μιχάλης δεν πήγε για τσιγάρα, γιατί δεν κάπνιζε.

Το τηλέφωνο της Μαριάννας έπαψε να χτυπάει και οι αναπάντητες κλήσεις προς το Μιχάλη όλο και αυξάνονταν. 

Έτσι ξαφνικά, μετά από 14 μήνες σχέσης, την άφησε, χωρίς αιτία. 

Το γρίφο κρίθηκε να λύσει φίλη της Μαριάννας.  Το μυστήριο δε λύθηκε, απλώς άκουσε από το στόμα τρίτου ότι η σχέση τους τελείωσε. 

Εσύ που έχεις βιώσεις κάτι αντίστοιχο φοβάσαι πως η αιτία του τέλους θα μείνει αναπάντητο ερώτημα και θα συμπεριληφθεί στη λίστα των αινιγμάτων μαζί με το Τρίγωνο των Βερμούδων και το ερώτημα τι απέγινε ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης. 

Η αλήθεια είναι ότι θέλεις να τον διαπομπεύσεις στην κεντρική πλατεία και να του περάσεις γύρω από το λαιμό την ταμπέλα «είμαι τέντι μπόις», αλλά ούτε απαραίτητα τέντι είναι,  ούτε μπόι.      

Στη σχέση που έχεις μοιραστεί στιγμές,  συναισθήματα, φόβους κι επιθυμίες,  στη σχέση που έχεις δώσει λίγο εαυτό δεν αξίζει τέτοια συμπεριφορά. 

Εσύ λοιπόν που παρατάς χωρίς εξήγηση έχεις καθαρά θέμα με τον εαυτό σου.

Δε θέλω να σε χαρακτηρίσω ανασφαλή άτομο, αν και μεταξύ μας πιστεύω ότι είσαι, γιατί έχω βαρεθεί να επισυνάπτουμε πράξεις και συμπεριφορές στην ανασφάλεια.  

Δειλό όμως θα σε χαρακτηρίσω.  Δειλό πρώτα απ’ όλα απέναντι στον εαυτό σου και μετά απέναντι στους άλλους.

Μπαίνεις στη θάλασσα ως εκεί που πατάς.  Φτάνεις ως εκεί που αισθάνεσαι σιγουριά, γιατί δεν πιστευείς οτι θα κολυμπήσεις στα βαθιά.

Ανώριμο, γιατί ακόμα κι αν νομίζεις ότι οι σχέσεις είναι παιχνίδι, που ακόμα και παιχνίδι να είναι υπάρχουν κανόνες, αλλά κι εδώ πάλι θα έρθεις εσύ για να τους παραβείς.   

Η βασική όμως, έλλειψη που έχουν άτομα σαν εσένα είναι ότι τους λείπουν τα κότσια. 

Τα κότσια να πουν αυτό που αισθάνονται, να βάλουν κάτω το πρόβλημα και να επιχειρήσουν να το λύσουν.  Να αφήσουν περιθώρια στον απέναντι να υπερασπιστεί τον εαυτό του πριν τον καταδικάσουν και τον τοποθετήσουν στη λίστα των πρώην.

Αντίθετα όμως, όντες φοβισμένοι δε θα μπουν στη διαδικασία να ψάξουν να βρουν λύση, αλλά θα καταλήξουν κατευθείαν στο γνωστό « ό, τι δε λύνεται κόβεται » που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η σχέση τους μαζί της/του. 

Δε θέλουν να βάλουν τέλος, προτιμούν κόμμα, αποσιωπητικά, πάντως όχι τελεία. 

Η τελεία βλέπετε συνεπάγεται το τέλος και πολύ πιθανόν μετά από καιρό να επιστρέψουν μετανιωμένοι και διατεθειμένοι να δώσουν εξήγηση. 

Εδώ ταιριάζει ο στίχος αγαπημένου ποιητή που κοσμεί πολλά προφίλ στο facebook «κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε, όταν δε θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση ». 

Δε ξέρω αν πληγώνουν συνειδητά ή αν βγαίνει στην επιφάνεια ο κακός τους εαυτός, του οποίου δεν έχουν τον έλεγχο.      

Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν αντέχουν άλλο στη σχέση. 

Τώρα το τι δεν αντέχουν είναι σχετικό.

Πιθανώς, να μη μπορούν να διαχειριστούν τις κρίσεις στις σχέσεις, να μη θέλουν να βάλουν τον εαυτό τους στη διαδικασία να κοπιάσει.  Δεν αντέχουν όλοι στα δύσκολα, ειδικά όσοι είναι συνηθισμένοι στα εύκολα.

Ίσως, να μπαίνουν σε αγώνα ταχύτητας για το ποιος θα χωρίσει πρώτος τον άλλον, ίσως πάλι να είναι αναίσθητοι και εγωιστές και να σκέφτονται τον περιβόητο εαυτούλη τους. 

Αν τους έχεις πληγώσει μπορεί να στο φύλαγαν. Αν πάλι όχι, ας σκεφτούμε και το ενδεχόμενο ότι δε μπορούν να σε αντικρύσουν πρόσωπο με πρόσωπο, γιατί ξέρουν ότι δε θα βγάλουν λέξη, δείχνοντας αδυναμία απέναντι στα συναισθήματα. 

Το λόγο που παρατάνε τον άλλον στα κρύα του λουτρού τον ξέρουν αποκλειστικά εκείνοι που το πράττουν . 

Ο άλλος δε φέρει καμία ευθύνη, γιατί και δίκαιο να είχε ο πρώτος κερδίζει λόγω συμπεριφοράς ο δεύτερος.   

Να μάθεις ν’ αποχωρείς λοιπόν, με το κεφάλι ψηλά κι από την πόρτα, όχι από το παράθυρο. 

Να έχεις το θάρρος να βάζεις τελεία – μην πω και παύλα. 

Γλιτώνεις τον άλλον από πολλές ώρες ανάλυσης κι αναδρομής στο παρελθόν για να θυμηθεί και την παραμικρή λεπτομέρεια για το τι μπορεί να σε ενόχλησε τόσο πολύ ώστε να τον αφήσεις σύξυλο.  Και τον γλυτώνεις από δεκάδες εικασίες που στην τελική είναι αβάσιμες. 

Να προσθέσω και το καλό που κάνεις αν του επισημάνεις το λάθος, έτσι ώστε να το διορθώσει ή να το αποφύγει σε μία επόμενη σχέση.  Αλλά τι λέω; πολύ καλοσύνη. 

Να θυμάμαι : Το τέλος αξίζει όσο κι η αρχή. 

Και πώς γίνεται να υπάρξει τέλος χωρίς τελευταία σκηνή; 

 

Συντάκτης: Βασιλική Παγώνη