Θυμάσαι το παιχνίδι που μας έβαζαν με το στανιό να παίζουμε μικρά; Εκείνο που δεν έπρεπε να μιλάμε, κι όποιος μιλούσε πρώτος έχανε; Ναι, ντε το παιχνίδι της σιωπής. Είμαι σίγουρη ότι ήταν το χειρότερο όλων των παιδιών. Σε ποιον αρέσει άλλωστε να καταπιέζεται και να μη λέει όσο θέλει να πει; (Ναι, εντάξει γνωρίζω μερικούς.)
Ποτέ δεν άντεχα γι’ αρκετή ώρα, πάντα έχανα. Άσε που το θεωρούσα κι από τις πιο χαζές ιδέες των μεγάλων, άλλο που εκείνους τους συνέφερε.
Καμιά φορά αναρωτιέμαι μήπως η όλη διαδικασία ήταν κάποιου είδους πείραμα για να δουν αν μπορεί να πετύχει και στην ενήλικη ζωή. Και πέτυχε.
Δεν ξέρω δηλαδή για τη δική σου, στη δική μου πάντως πάω φουλ για τελικό.
Ναι, ναι εγώ που έσπαγα στο λεπτό γιατί βαριόμουν να κοιτάω σιωπηλή τον τοίχο, καταλήγω να κοιτάω εσένα – ποτέ στα μάτια βεβαίως, και χωρίς να λέω τίποτα ουσιαστικό. Απλώς να πετάω 2-3 λέξεις στον τοίχο και να κρύβω άλλες τόσες κάτω απ’ το τραπέζι. Θέλει καθάρισμα το τραπέζι.
Ναι, είμαστε εμείς που φοβόμαστε, που ρίχνουμε μ’ ευκολία το φταίξιμο στους άλλους που μας έκαναν έτσι, καθόμαστε στη γωνιά μας και περιμένουμε να μας σκουντήξουν. Ν’ αρχίζουν να μας απαριθμούν ιστορίες για τη ζωή τους, να ρωτάμε διαρκώς λεπτομέρειες και διευκρινήσεις κι όταν έρθει η ρημάδα η σειρά μας να παίζουμε κρυφτό και παιχνίδια μυστηρίου. Κι η αλήθεια είναι πως ήμασταν από τους πρώτους που ξετρύπωναν στο κρυφτό. Κι όσο για το μυστήριο, τι να σου πω, έχουμε διαβάσει αρκετές ιστορίες για να ξέρουμε πως σίγουρα δεν ταυτιζόμαστε.
Να νομίζουμε ότι φαινόμαστε δυνατοί, θαρραλέοι και μέσα μας να ξέρουμε ότι είμαστε κότες. Να καταπιεζόμαστε και να θυσιαζόμαστε στο βωμό της εικόνας που χτίσαμε με τόσο κόπο, τρόπο κι ηλίθιο σκοπό. Να διστάζουμε να εκφραστούμε για τα πιο δικά μας κομμάτια μην τυχόν κι εκθέσουμε σε κοινή θέα εκείνη την περιβόητη πλευρά μας, τη γυάλινη.
Την καταχωνιάζουμε, λοιπόν, την αμπαλάρουμε και την μετακινούμε αναλόγως την περίσταση. Άλλες φορές τη στολίζουμε και την τοποθετούμε παρέα με τα γυαλικά, άλλες την κρατάμε φυλαγμένη με τα καλά σερβίτσια και μαχαιροπίρουνα περιμένοντας τον ξεχωριστό επισκέπτη κι άλλες την κρύβουμε στο πατάρι, που ξέρουμε για τα καλά πως δε θα πάει κανενός ο νους να ψάξει.
Ζούμε βλέπεις, με το φόβο μη την πάρει κανείς στα χέρια του, σπάσει και θρυμματιστεί. Και δεν είμαστε να μαζεύουμε πάλι τα κομμάτια μας και να τα κολλάμε όπως-όπως με σελοτέιπ.
Και μέσα σ’ όλα, για σιγουριά, υψώνουμε κι ένα ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα και παίζουμε με τις αντοχές των άλλων. Μετράμε πόσες φορές αντέχουν να τους χτυπάει το ρεύμα και πόσες γλιτώνουν στο παρατσάκ. Και σκάμε κι ένα μισό γελάκι που συνεχίζουν κι επιμένουν.
Το καλό μέσα σ’ όλα είναι πως εκείνα που δεν κάνουμε εμείς απ’ το ξερό μας το κεφάλι, μπορούμε και τ’ αναγνωρίζουμε στους άλλους. Σ’ όλους εκείνους που μοιράζονται. Λάθη, πάθη, το σπάσιμο της φωνής τους. Τα ‘χουν βρει για τα καλά με τον εαυτό τους. Άλλο εμείς.
Έχουν το θάρρος να βάζουν στη βιτρίνα την εύθραυστη πλευρά τους χωρίς δισταγμό. Δε θα θελήσουν να σε περιορίσουν μ’ ένα ευγενικό «παρακαλώ μην αγγίζετε», γιατί τους αρκεί ένα «προσοχή εύθραυστο». Γιατί θ’ αφεθούν, θα εμπιστευτούν τα χέρια σου, όσο κι αν τα βλέπουν να τρέμουν. Γιατί ξέρουν πως ακόμα κι αν σπάσουν και ξανασπάσουν δε θα διαλυθούν, απλώς θα μετασχηματιστούν. Και είναι σίγουροι πως θα ‘ναι προς το καλύτερο.
Τελικά ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος σ’ αυτό το παιχνίδι;