Έχω ερωτευτεί μία φορά και καμιά εκατοσταριά ακόμη. Ίσως να ερωτεύομαι δύσκολα, ίσως κι όχι. Άλλες φορές ο έρωτας εισβάλλει κι απομακρύνεται με ταχύτητα φωτός κι άλλες πάλι θρονιάζεται για τα καλά κι αποχωρεί με λίγο έως πολύ σκούντημα. Πάντα φεύγει, αλλά όχι με τον ίδιο θριαμβευτικό και πανηγυρικό τρόπο που έρχεται.
Αναρωτιέμαι αν ο έρωτας αποτελείται από διακόπτες που ανάβουν και σβήνουν. Αν λίγο πριν τη μεγάλη έξοδο αναβοσβήνει κάποιος διακόπτης για να προειδοποιήσει ότι κάτι συμβαίνει, αλλάζει, χάνεται. Κάτι σαν το πορτοκαλί φανάρι, που χαμηλώνεις ταχύτητα, γιατί ακολουθεί το κόκκινο και θα σταματήσεις. Το ξέρεις ότι κάποια στιγμή το φανάρι θα κοκκινίσει, όπως ξέρεις ότι κι ο έρωτας κάποια στιγμή θα φύγει. Το θέμα είναι ότι δε ξέρεις πότε. Κι όσο κι αν επιχειρείς να το θέσεις σε χρονοδιάγραμμα, ποτέ δε θα ‘σαι βέβαιος. Δεν είναι φανάρι πράσινο, πορτοκαλί, κόκκινο και πάλι απ’ την αρχή.
Είναι οι έρωτες των εβδομάδων, των λίγων μηνών. Κεραυνοβόλοι που ξεκίνησαν ξαφνικά κι έφυγαν επίσης ξαφνικά ένα ωραίο πρωί. Κάτι ανάμεσα σ’ έμφραγμα και κρίση πανικού, ο ασθενής δεν άντεξε. Υπερβολικός ενθουσιασμός, βαβούρα, εξιδανίκευση. Ένας ακόμη θνητός που θεοποιείται και που όταν βλέπεις με καθαρό βλέμμα πια τα όμορφα και τ’ άσχημά του, δε διατίθεσαι να βρεις καμία δυναμική στην ασχήμια.
Δεν είναι όμως μόνο η κατραπακιά του κεραυνοβόλου, η εξιδανίκευση κι η θεοποίηση. Με την πάροδο του χρόνου έχεις την ευκαιρία να μάθεις τον άλλον, να διακρίνεις τα κοινά σημεία επαφής, τις αποστάσεις, να ορίσεις μέτρα και σταθμά. Να δεις αν πραγματικά ταιριάζετε στα σημαντικά και τις βλακείες, στ’ ανούσια και τα ουσιώδη. Κι όταν συνειδητοποιήσεις ότι χρειάζεται να διασχίσεις χιλιόμετρα ολόκληρα για να συναντηθείτε, μπορεί να έχει αλλάξει ήδη κάτι μέσα σου.
Ίσως να μη μπορείς να πας κόντρα στη φράση «ε και πόσο θα κρατήσει; – αφού δεν ταιριάζουνε!» που συνηθίζουν να λένε οι καλοθελητές. Ίσως τ’ αντίθετα μαζί να είναι απλώς γοητευτικά και τίποτα παραπάνω. Να είναι όντως για να μη συνυπάρχουν για πολύ. Εξάλλου οι πιθανότητες να ξενερώσεις με κάποιον που φαίνεστε ή και είστε «αταίριαστοι» είναι περισσότερες. Είναι ευκολότερο να ξεστραβωθείς ή και να στραβωθείς χειρότερα.
Στέκομαι σ’ εκείνες τις σχέσεις τις μακροχρόνιες, τις γεμάτες από κάθε είδους συναίσθημα. Εκείνες που τις χαρακτηρίζει πάντα ένα «πολύ». Πολύς έρωτας, πολλή αγάπη. Αγάπη προερχόμενη από έρωτα. Έρωτας με πολλές διακυμάνσεις, σκαμπανεβάσματα κι ευτράπελα. Έτσι εξηγώ κι εκείνα τα ζευγάρια που ισχυρίζονται ότι είναι ερωτευμένα χρόνια ολόκληρα. Δεν είναι ότι ο έρωτάς τους δεν έφυγε ποτέ, είναι ότι ήρθε, έφυγε και ξαναγύρισε. Αυτό θα ‘θελα να πιστεύω κι εγώ, ότι ο έρωτας μπορεί να πηγαινοέρχεται με την άνεσή του κι εμείς να παραμένουμε εδώ και να τον δελεάζουμε για να επιστρέψει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ενώ στο ενδιάμεσο θ’ απολαμβάνουμε την αγάπη.
Δεν αδικώ όμως τους ανυπόμονους, όλους όσους επιζητάνε διαρκώς τον έρωτα. Δεν την αντέχουν την αναμονή, δεν έχουν μάθει να περιμένουν. Δεν τους φτάνει η ηρεμία, τους μπερδεύει. Το δυνατό, το έντονο δε χρειάζεται άλλωστε να το διαχειρίζεσαι· σε διαχειρίζεται εκείνο. Ο δικός τους έρωτας δεν ξέρω καν αν προλαβαίνει να φύγει. Είναι κάτι σαν αλλαγή φρουράς.
Όπως δεν ξέρω κι αν φεύγει ο έρωτας όταν πληγωνόμαστε και γεμίζουμε αρνητικά συναισθήματα (εδώ θα βόλευε ένας διακόπτης). Μάλλον τότε είναι που εισχωρεί πιο βαθιά κι αφήνει στην επιφάνεια θλίψη, θυμό. Κάποια στιγμή όμως κι εκείνος παύει να υπάρχει, σωστά; Με τον καιρό. Για μας. Όλα. Τι σόι εγωιστές είμαστε;
Ίσως τελικά ο μόνος έρωτας που δε φεύγει ποτέ από μέσα μας είναι ο ανεκπλήρωτος. Ίσως κι όχι. Όλοι πάντως ένα κατιτίς αποτύπωμα τ’ αφήνουν.
–Τι εννοείς σου πέρασε;
–Μου έφυγε. Αυτό.
–Γρίπη να ήταν περισσότερο θα κρατούσε.
–Αφού με ξέρεις, τι να κάνω;
–Να δίνεις χρόνο.