Είναι πολλοί εκείνοι που πιστεύουν ότι οι γνωριμίες στα μπαρ δεν οδηγούν πουθενά. Ούτε σε σχέση, ούτε σε ραντεβού, ούτε σε αποδοχή αιτήματος φιλίας στο facebook. Δεν ξέρω αν φταίει ότι ακόμα και το πέσιμο το ‘χουμε κάνει σύνθετο και προσπαθούμε να βρούμε τις ατάκες της χρονιάς ή να γράψουμε κείμενα ολόκληρα «πώς να καταφέρετε να τη ρίξετε». Χωρίς διευκρίνιση αν θα τη ρίξετε ή αν θα θέλει να πέσει μόνη της από καμιά ταράτσα. Είναι που δεν τη θέλουμε την απλοποίηση κι είναι κι η ανθρώπινη βλακεία που όρια δεν έχει.
Καλοκαιριάζει. Σου πάει το καλοκαίρι. Πέμπτη βράδυ κανονίζεις έξοδο με γλυκές φιλενάδες. Βάζετε τα φλοράλ ή τα κοραλιά σας, στολίζεστε κι έτοιμες για κοκτέιλ σε κάποια ταράτσα της πόλης, παραλιακό μπαρ, ή έστω σ’ ένα μαγαζί που θυμίζει το «Στην υγειά μας».
Βγαίνετε γυναικοπαρέα να πείτε τα δικά σας, αλλά μέσα σ’ όλα θέλετε να φλερτάρετε κιόλας. Δεσμευμένες ή μη. Δεν καλύπτουμε μόνο με μέικ απ τα σημάδια, καλύπτουμε και από καμιά ανασφάλεια.
Χαλαρές, άνετες κι απαστράπτουσες είστε εκείνες που δίνετε το πράσινο φως. Εντάξει, υπάρχουν κι εκείνοι που δεν ξέρουν από σηματοδότες και περνάνε με κόκκινο. Εκείνοι που ενώ τους αποφεύγεις, δεν το βάζουν κάτω. Έρχονται και σου γίνονται τσιμπούρι. Πονεμένοι ή μη, εξιστορούν τη ζωή τους όλη που είναι ένα τσιγάρο, κι εσύ κάθεσαι μ’ απελπισμένο βλέμμα να κοιτάς τον απέναντι, ενώ από μέσα σου βρίζεις τον μπαστακωμένο, το μαγαζί, την τύχη σου, τα πάντα όλα. Φυσικά η ατυχής γνωριμία χαράζεται στη μνήμη σου και καταχωρείται στην κατηγορία «τι τραβάμε κι εμείς οι γλυκούλες». Άντε, μωρέ, τα παραλές, αφού μετά τα συζητάτε η παρέα και γελάτε.
Κι εκεί που λες ότι γλίτωσες από τα χειρότερα, σκάει δίπλα σου ο άλλος με την πουράκλα και στο παίζει ιστορία. Λίγο που σ’ ενοχλεί ο καπνός, λίγο που ποτέ δε συμπάθησες τους Κωστόπουλους, ξηγιέσαι κι εσύ γεωγραφία κι ας τον να σε ψάχνει. Προς Θεού δεν είναι θέμα πούρου· είναι ολόκληρης της νοοτροπίας που αντιπροσωπεύει. Φυσικά, δεν το βάζει κάτω. Α μωρέ που θα του ρίξεις κι άκυρο. Και να σου τα ποτά, και να σου τα δέλεαρ. Όχι, δε σκοπεύεις να γίνεις το τσουλάκι κανενός – τουλάχιστον όχι γι’ απόψε.
Και τώρα που λέμε για ποτά κερασμένα από την παρέα στο μπαρ, μου ήρθαν στο νου όλες εκείνες οι μεθυσμένες κορασίδες από τεκίλες κι όλοι εκείνοι που έμειναν με το πουλί στο χέρι, καθότι οι πρώτες απλώς αγαπούν το τζάμπα και δεν είχαν κανένα σκοπό να πηδηχτούν με τους δεύτερους. Σ’ αυτό το σημείο να πω ότι υπάρχουν κι εκείνες που μισούν το τζάμπα. Εκνευρίζονται, ξενερώνουν, δε θέλουν να τις κερνάνε οι άγνωστοι, ρε παιδί μου.
Το παραδοσιακό κέρασμα συναγωνίζονται οι κλισεδιάρικες ατάκες ή οι φράσεις που αναρωτιέσαι αν ο άλλος είναι υπό την επήρεια ουσιών και μέθης ή απλώς βλαμμένος. Έρχεται τ’ αγόρι το ωραίο, παίρνει μαζί του και πάγο, και σου πετάει ένα «ήρθα να σπάσουμε τον πάγο». Δε λέω – ευφάνταστο, αλλά σαν το «γνωριζόμαστε από κάπου;» δεν είναι. Εμείς μόνο με τέτοια πέφτουμε και με μερικά τύπου «η Μαρία, δεν είσαι, από το Φυσικό;»
Μικρή αναφορά και σ’ εκείνους που σε βλέπουν να χορεύεις κι έρχονται σεινάμενοι κουνάμενοι και σου πετάνε ένα «χόρεψε για μένα». Ναι, πριν ή μετά τις κωλοτούμπες από τη χαρά σου που τον γνώρισες;
Οι παραπάνω μαρτυρίες ήταν από θύματα κακού πεσίματος που κατά τη διάρκεια της εξόδου έκλαιγαν και γέλαγαν ταυτοχρόνως. Εντάξει, κάποιες στιγμές ήθελαν ν’ αυτοπυρποληθούν κιόλας, αλλά το προσπερνάμε. Εξάλλου επέζησαν.
Δε σ’ αδικώ που λειτουργείς προκατειλημμένα σε κάθε είδους γνωριμίας στα μπαρ. Εντάξει, όχι και σε κάθε είδους. Υπάρχουν κι οι φορές που βάζοντας κραγιόν στην τουαλέτα πετυχαίνεις τον χίπστερ (ή μη) που σου κάνει ένα θετικό σχόλιο για τα σκουλαρίκια σου και βρίσκεστε στριμωγμένοι σε καμιά γωνιά. Επιστρέφεις χωρίς κινητό, χωρίς επίθετο, χωρίς πολλά-πολλά, άντε με μια δαγκωματιά στο λαιμό του ανδρός αγνώστων στοιχείων.
Συνεχίζεις ακάθεκτη να πίνεις, μέχρι που έρχεται το γλυκάκι από απέναντι που τόση ώρα δίσταζε να πλησιάσει, σου χαμογελάει, σου πετάει ένα «Γιώργος, χάρηκα» κι αναθεωρείς.
Η χαρά όλη δική σου.