Απόψε θα μαζευτούνε στο σπίτι μερικοί φίλοι. Θα πιούνε, θα χορέψουνε, θα γελάσουνε. Θα καπνίσει 2-3 τσιγάρα και όταν φύγουν όλοι θα καταλήξει στην ταράτσα.
Θα κοιτάξει τα φώτα, θα γεμίσει μελαγχολία τα μάτια της και καπνό τα πνευμόνια της.
Την επηρέασε και η συζήτηση με την Ειρήνη. Ηθοποιός ονειρευόταν να γίνει, δημόσιος υπάλληλος κατέληξε με δύο όμορφα παιδιά. Δεν είναι αχάριστη, μια χαρά θεωρεί ότι είναι η ζωή της, ειδικά σε τέτοιους δύσκολους καιρούς, αλλά να που και που σκέφτεται τι θα γινόταν αν είχε σκεφτεί περισσότερο τον εαυτό της και λιγότερο τους άλλους και την πιθανότητα αποτυχίας.
Η Ειρήνη, λοιπόν, στάθηκε αφορμή των σκέψεων που ακολούθησαν.
Λίγο μη μας φάει το σύστημα πριν προλάβουμε να το φάμε εμείς, λίγο μη γίνουμε τυπικοί οικογενειάρχες, λίγο που το οικογενειακό σασπένς περιλαμβάνει συζητήσεις της θείας Λούλας περί κουζίνας και τηλεοπτικών, άνθρωπος είσαι κ εσύ, φοβάσαι.
Ξεκινάς φοιτητής αριστερός και όσο μεγαλώνεις δεξιοφέρνεις. Ξεκινάς φεμινίστρια αλλά ζεις με το φόβο μετά τα τρίαντα, μη σε πει το σόι γεροντοκόρη. Ξεχνάς από πού ξεκίνησες. Χάνεις το δρόμο σου.
Κάθε πρωί βάζεις δυο στρώσεις μεικ απ, έτσι για να κρύψεις την αλήθεια σου, να φθείρεις δυο-τρία όνειρά σου.
Πήρες και το πτυχίο, καμάρι η κυρία Χρυσούλα, όπου βρεθεί και όπου σταθεί το λέει. Ψάχνεις τώρα δουλειά, τι μεταπτυχιακό να κάνεις, γιατί χωρίς μεταπτυχιακό μέχρι πού νομίζεις ότι θα φτάσεις;
Και παραπονιέσαι, παραπονιέσαι για όλα. Για το κυκλοφοριακό, για το παρκάρισμα, για τις πορείες που σε αναγκάζουν ν’ αλλάξεις δρόμο, για το νέφος, για το πώς έγιναν όλα έτσι.
Ίσα που προλαβαίνεις να μην επηρεαστείς από κανέναν που θα σου πει ότι ο μεγαλύτερός του φόβος, είναι μην πραγματοποιηθούν όλα του τα όνειρα και δε θα ‘χει μετά τι να ονειρεύεται.
Τα όνειρα είναι για να εκπληρώνονται, όχι για να μένουν όνειρα. Μην τους αφήσεις ποτέ να σε κάνουν να πιστέψεις ότι όνειρα είναι τα απατηλά.
«Να ονειρεύεσαι», μου έλεγε απ’ όταν ήμουν μικρή η μάνα μου.
«Να ονειρεύεσαι έναν καλύτερο κόσμο για να είσαι σε θέση αύριο-μεθαύριο και να τον δημιουργήσεις».
Μη πέσεις στην παγίδα που πέφτουν οι περισσότεροι και αντί να αλλάξεις τον κόσμο, αλλάξει εκείνος εσένα.
Και μην αφήσεις ποτέ το παιδί μέσα σου να κοιμηθεί κι αυτό παγίδα είναι.
Να σκέφτεσαι τα όνειρα που έκανες στα δεκάξι σου.
Μην καταλήξεις να κάνεις βόλτα στο πάρκο από κει που ήθελες να γυρίσεις ολόκληρο τον πλανήτη. Να αλλάζεις για σένα όχι για τους άλλους. Να λες από μόνος σου «εγώ θα γίνω καλύτερος άνθρωπος πρώτα για μένα και μετά για τους υπόλοιπους γύρω μου» .
Και προπαντός μη κάνεις τα ίδια λάθη με τους γονείς σου. Δε λέω γονείς σου είναι, πρότυπά σου είναι αλλά μη γίνεις σαν αυτούς, όσο μπορείς τουλάχιστον απέφυγε το.
Βγες έξω, παίξε κυνηγητό με τα όνειρά σου κι ας γλιστρήσεις κι ας ματώσουν τα γόνατά σου, εσύ γέλα, γέλα δυνατά και ας σε περνάνε για τρελό.
Εσύ ξέρεις ότι τ’ όνειρο είναι δυο βήματα μακριά και συ έχεις κάνει ήδη το μισό, αφού το αποφάσισες.
Μην αφήνεις κατεβασμένα πρόσωπα να κατεβάζουν το δικό σου.
Έχε το καλοκαίρι μέσα σου και ας έρχεται χειμώνας.
Μην αφήσεις κανέναν να σου πει ότι δεν αξίζει τον κόπο. Ο κόπος αποκλειστικά δικός σου, δικός σου κι ο εαυτός έτοιμος να κοπιάσει.
Εκείνα τα όνειρα στα δεκάξι σου να θυμάσαι.
Τότε που καθόσασταν στο μπαλκόνι φίλοι και μοιραζόσασταν τις πιο τρελές σας σκέψεις. Μην αργήσεις να ξεκινήσεις να εκπληρώνεις, να βάλεις τώρα μπρος, γιατί δεν αντέχονται άνθρωποι γεμάτοι απωθημένα στα μάτια.
Ακόμα κι η αποτυχία να έρθει στο δρόμο σου, συνέχισε δε χάθηκε ο κόσμος. Πώς θα βελτιωθείς κι αν δε σκοντάψεις μερικές φορές;
Και αν δεν θυμάσαι τι ονειρευόσουν – πράγμα που δεν πιστεύω, ξέθαψε κάνα λεύκωμα από κείνα που όλοι είχαμε μικροί. Μετά το τι εστί έρως όλο και κάποια σχετική ερώτηση θα υπάρχει.
«Ξύπνα!» . Αποκοιμήθηκε στην ταράτσα. Κρύωσε με το φούτερ μόνο. Πρόλαβε όμως να δει τον ήλιο όταν ξημερώνει. Ήταν κι αυτό μια αρχή.