Γνωριστήκατε τυχαία, άλλο που πιστεύεις ότι τίποτα δε γίνεται τυχαία.
Κάπου ανάμεσα στα θεατρικά και τους ταξιδιωτικούς οδηγούς ήρθε και σου μίλησε. Και πριν καλά-καλά δεις το πρόσωπό του είχες ταραχτεί από το χρώμα της φωνής του έτσι όπως είπε το «συγγνώμη λίγο». Δεν ήθελες και πολύ, ποτέ δε θες πολύ άλλωστε.
Ένα τηλέφωνο που άργησε να χτυπήσει, ένα βιβλίο που διαβάστηκε μέσα σε μια μέρα, κι εσύ να προσπαθείς να συλλέξεις ό,τι πληροφορία μπορείς από το ίντερνετ. Ένα ραντεβού που σε βρίσκει ψιλομεθυσμένη –έτσι για να γλιτώσεις το πολύ άγχος– κι ένα μπλε φόρεμα που λερώνεται από κρασί. Ένα βιαστικό φιλί στο μάγουλο και μια απογοήτευση στο βλέμμα σου.
Τα πράγματα κυλούν σε διαφορετικούς ρυθμούς απ’ ό,τι έχεις συνηθίσει. Μια επιβράδυνση που σε κρατάει σε εγρήγορση και παίζει με τ’ αντανακλαστικά σου. Εκείνος να μετράει αντίστροφα τις ώρες που θα σε συναντήσει κι εσύ να χαμογελάς από μέσα σου, ενώ έξω βγάζεις το μουντρούχικο εαυτό σου. Να ψάχνεις για ώρες ολόκληρες τι θα φορέσεις, ν’ αποφεύγεις το ροζ που δεν του αρέσει, αλλά να μην έχεις και τίποτα μαύρο που προτιμά.
Να φοβάσαι μη λιώσεις κάθε φορά που σε κοιτάει στα μάτια και να παίρνεις το βλέμμα μικρού παιδιού στο λούνα παρκ. Ένα πρώτο φιλί με άρωμα φράουλα που απέτυχε κι ένα πρώτο βράδυ στο σπίτι του που πέτυχε. Και μετά εικόνες βγαλμένες από σινεμά. Φιλιά στη βροχή, βόλτες στην παραλία, κυνηγητό με τ’ όνειρα και τους κοινούς στόχους. Βραδιές στην ταράτσα με κουβέντες γεμάτες από σιωπή που δηλώνουν οικειότητα, αγκαλιές γεμάτες τρυφερότητα. Εσύ να μαθαίνεις από ρομαντισμό κι έρωτα κι εκείνος να θυμάται πώς είναι να γελάς δυνατά μες το δρόμο.
Να είσαι στο τσακ να πεις «σ’ αγαπώ», αλλά να δένεται η γλώσσα σου και να το ψιθυρίζει πρώτος. Να βάζεις την αδερφή σου να μαγειρεύει και να το παρουσιάζεις ως δικό σου φαγητό. Αθώο ψέμα για να χαρείς την ώρα που θα τον βλέπεις να χαίρεται. Να γράφεις τόμους ολόκληρους και να τους κλείνεις στο συρτάρι. Να τον παρατηρείς την ώρα που πίνει τον καφέ του και να αισθάνεσαι ευτυχία. Να λες αυτό είναι ομορφιά, αυτό είναι έρωτας.
Κι εκεί που όλα δείχνουν ότι ζεις το χάπι εντ, (αλήθεια πιστεύεις στο χάπι εντ;) καταλήγεις μόνη στον καναπέ να μετράς σωστά και λάθη. Να διαμαρτύρεσαι γιατί οι έρωτες του σινεμά έχουν ευτυχισμένο τέλος και μετά να κατεβαίνουν λίστα στο κεφάλι σου όλες εκείνες οι ταινίες που η τελευταία σκηνή βρίσκει τους πρωταγωνιστές χώρια. Να φοράς το λευκό πουκάμισο που σου ζήτησε πίσω και ποτέ δεν επέστρεψες και το μενταγιόν καρδιά που σου έκανε δώρο στα γενέθλια σου. Να πιστεύεις ότι –δεν μπορεί– θα επιστρέψει· δεν είναι αυτό το φινάλε της ιστορίας.
Με τον καιρό όμως συνειδητοποιείς ότι η ζωή δεν είναι ταινία – που και να είναι δηλαδή, εσύ δε θες να είσαι πρωταγωνίστρια σε δράμα. Τις ρομαντικές κομεντί τις περιόρισες. Προτιμάς πια τις ταινίες δράσης. Το λευκό πουκάμισο το ‘βαλες στο πλυντήριο και μάζεψε. Μόνο το μενταγιόν φοράς μια στο τόσο.
Κι όσο κι αν σνομπάρεις πια τους έρωτες του σινεμά, ξέρεις βαθιά μέσα σου πως θα ήθελες να ζήσεις πάλι έναν τέτοιον. Μόνο που αυτή τη φορά να έχει το χάπι εντ.