Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στις 1 Μαΐου 1909 κι απεβίωσε το 11 Νοεμβρίου 1990. Ήταν ένας από τους πιο κορυφαίους Έλληνες ποιητές κα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής ποίησης ως σήμερα. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα, αρκετές μελέτες, μεταφράσεις και χρονογραφήματα. Έχει κάνει φυλακή, έχει κατηγορηθεί για στράτευση, έχει τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό κι έχει εξοριστεί στη Σάμο, όταν αντιτάχθηκε στο καθεστώς Παπαδόπουλου. Και φυσικά έχει χαρίσει μια βιβλιοθήκη από αριστουργήματα στην Ελλάδα και τον κόσμο.
Γυμνό σώμα
Πόσο ερωτισμό και πόση αίγλη μπορούν να χορέψουν γύρω από τις λέξεις του; Πόσες εικόνες και πόσα χιλιόμετρα ερωτικού ταξιδιού, θα μπορούσε κανείς να κάνει, με τη σκέψη και το σώμα, με τον νου και τη λαχτάρα;
Εἶπε:
ψηφίζω τὸ γαλάζιο.
Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ.
Τὸ σῶμα σου ὡραῖο
Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.
Διαστολὴ τῆς νύχτας.
Διαστολὴ τοῦ σώματος.
Συστολὴ τῆς ψυχῆς.
Ὅσο ἀπομακρύνεσαι
Σὲ πλησιάζω.
Κι αυτό είναι μόνο ένα απόσπασμα από το γυμνό σώμα. Θα έλεγε κανείς πως το γράφει, για εκείνη την αχόρταγη υγρή λαχτάρα, που λείπει, όταν «λείπεις». Για εκείνη τη φαντασίωση την εκρηκτική, την επιθυμία, τον ίδιο τον έρωτα που βρίσκεται σε δύο μάτια κι ένα ζευγάρι χείλη, μα δεν κοντοζυγώνουν να τα γευτεί μέσα στη νύχτα. «Όπου βρίσκεσαι υπάρχω.» Ένας ακόμα στίχος που μπορεί μόνο κάποιος που έχει νιώσει και έχει δώσει μια θέση στην καρδιά του για έναν άλλον άνθρωπο, να νιώσει. Άλλωστε, οι άνθρωποι που αγαπήσαμε κι αγαπάμε, βρίσκονται μέσα μας. Ή, θα έλεγε κανείς, πως ταξιδεύει με την σκέψη μας κοντά τους.
Σαρκινος λόγος
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.
Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.
Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.
Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.
Στον σάρκινο λόγο, συναντάμε έναν πολύ δυνατό στίχο. Διακατέχεται από φόβο, μην τυχόν και του κλέψει κανείς μέσα από τα χέρια τον έρωτά του. Επιθυμεί να μην μπορεί να το διεκδικήσει κανείς άλλος, πέρα από τον ίδιο. Να μην τον βλέπουν, να παραμένει κρυφός, μόνο για εκείνον. Φόβος θαυμασμού και φόβος τυχόν απώλειας, μέσα από τον θαυμασμό του για τη γυναίκα που το έγραψε. Πόση χαρά όμως σου στερεί το να φοβάσαι μη χάσεις την ομορφιά, όταν η αγωνία σου είναι να μπορούσες να κρύψεις τη γυναίκα που αγαπάς, μην τυχόν και σου την κλέψουν; Δε συμφωνούμε. Αλλά καθότι μεταφορικός ο λόγος, θα αφεθούμε στο μεγαλείο των λέξεών του.
Εαρινή συμφωνία III
Κοίταξε αγαπημένη
πώς σε κοιτάζουν
τα λυπημένα χέρια μου.
Σα δυο παιδιά ορφανά
που κλαίγαν μες στο βράδυ
χωρίς ψωμί
και κοιμηθήκαν τρέμοντας
πάνω στο χιόνι.
Κρύωναν μα δεν επαιτούσαν.
Κρατούσαν
ένα λουλούδι σιωπηλό
και παίζαν τρυφερά κι αδέξια
στους ραγισμένους δρόμους.
Αγαπημένη
κοίταξε πώς διστάζουν
τα νυχτωμένα χέρια μου.
Πώς μπορεί ν’ ανοιχτεί
αυτή η θύρα του φωτός
για μένα που δε γνώρισα
μήτε τον ίσκιο μιας μαρμαρυγής;
Στέκω απ’ έξω στο ψύχος δειλός
και κοιτώ τα μεγάλα παράθυρα
τα φωτισμένα ρόδα
και τα κρύσταλλα
κι όλο λέω να κινήσω να φύγω
προς τη γνώριμη νύχτα
κι όλο λέω να’ ρθω
κι όλο στέκω
έξω απ’ τη θύρα σου.
Μη με καλέσεις ακόμη.
Ας παρατείνουμε
αυτές τις ώρες τις θαμπές
τις υπερπληρωμένες
που δυο κόσμοι
ανταμώνονται
που δυο βαθιές φωνές
ζυγιάζονται.
Στην Εαρινή συμφωνία συναντάμε συναισθήματα, όπως η πόνος, η λύπη, η απώλεια που δεν αναπληρώνεται με τίποτα κι η απόγνωση που κρύβει αυτή. Αναστολή, ατολμία, δειλία μπρος στην ιέρειά του. Σαν να είσαι μπροστά σ’ έναν ναό που δεν τολμάς να πλησιάσεις.
«Μη με καλέσεις ακόμη.» Από τους πιο περίεργους αλλά ταυτόχρονα όμορφους στίχους. Έχει σκεφτεί κανείς ποτέ τη σημαντικότητα της ψυχικής επαφής μέσα από τη διατήρηση στον χρόνο; Και κατά πόσο αυτή η πλατωνική μορφή, μπορεί να κρατήσει άσβηστη μια φλόγα; Γιατί όταν είσαι ερωτευμένος και δεν είσαι με τον άνθρωπο που ζητάς, κάνεις παρέα με τη μοναξιά, όσο βαθύ κι αν είναι το αίσθημά σου. Κι ακόμα κι αν ζυγώσει άλλος άνθρωπος στο πλάι σου ή στο κρεβάτι σου, η μοναξιά είναι διπλή και χειρότερη. Θαρρείς και προσπαθείς να καλύψεις ένα κενό που δε γεμίζει με ό,τι βρεις μπροστά σου, για να μη συνειδητοποιήσεις τον πόνο που σου προκαλεί η απουσία του άλλου.
Όπως και να έχει, πάντα πρέπει να καταλήγει ο άνθρωπος στο εξής: Είμαστε δεν είμαστε με τους ανθρώπους που έχουμε ερωτευτεί, πρέπει να είμαστε καλά μ’ εμάς. Να μας σεβόμαστε, να μας αγαπάμε, να μας προστατεύουμε, να μας δίνουμε χρόνο. Να μας επιτρέπουμε ν’ αναπτυχθούμε και να ωριμάσουμε περισσότερο, μέσα από τον πόνο, μέσα από την απώλεια. Μπορεί να είναι μερικές φορές ανυπόφορο, αλλά είναι από τις λίγες φορές που ο άνθρωπος στη ζωή του έρχεται σ’ επαφή με όλες τις πτυχές του εαυτού του. Κι οι άνθρωποι που αγαπήσαμε, να ξέρετε, δε φεύγουν ποτέ από μέσα μας. Πάντα υπάρχουν και θα υπάρχουν, απλώς επιτρέπουμε στον εαυτό μας να προχωράει κουβαλώντας τους.
Τέλος ας κλείσουμε με τον πιο δυνατό στίχο του Γιάννη Ρίτσου από τη Σονάτα του Σεληνόφωτος, με κάθε σχόλιο απλώς να περισσεύει:
Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.6
Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου