Θυμώνω που πρέπει να το παραδεχθώ στον εαυτό μου. Τους έχω πείσει όλους εντέχνως, ότι η υπαρξή σου, είναι παντελώς αδιάφορη σ’ εμένα πλέον. Έχω υποσχεθεί σε φίλους, ότι δε θα ταραχτώ αν τυχαία σε διακρίνω ανάμεσα στο πλήθος. Κι ότι αν συναντηθούν τα βλέμματά μας, θα μπορέσω να διώξω την ανακατωσούρα στο στομάχι. Θα καταφέρω να βρω τις λέξεις μου και να τις βάλω στη σωστή σειρά. Πράγματι, έτσι θα συμβεί. Μάλιστα, ενδόμυχα αναζητώ μια κατά τ’ άλλα συμπτωματική επαφή. Έτσι, για να σου δείξω πόσο έχω αλλάξει από τότε που χαθήκαμε. Πόσο μεγάλωσα χάρη στη δική σου σπρωξιά. Πόσες διαφορές αποκάλυψε ο χρόνος ανάμεσά μας. Ίσως να πρέπει κιόλας να σ’ ευχαριστήσω για το μάθημα που πήρα. Ίσως να πρέπει να σου είμαι ευγνώμων.
Μα δεν είμαι. Γιατί αυτό προϋποθέτει ουδετερότητα συναισθημάτων κι εγώ νιώθω περισσότερο πικρία. Είναι μια γεύση που αν κι ανεπαίσθητη, φροντίζει ακόμα να στριφογυρνάει, πότε στο στόμα μου και πότε στο μυαλό μου. Την ημέρα, ανθίζω. Νιώθω λες και μπορώ ν’ αντιπαλέψω κάθε δυσκολία. Ο ήλιος χαρίζει και σ’ εμένα ηρεμία. Όλα είναι λίγο πιο όμορφα και λίγο πιο μικρά. Απασχολώ το μυαλό μου, με κάθε είδους εργασία. Αδυνατείς να εισβάλλεις σ’ αυτό, ακόμα κι αν το προσπαθήσω επίμονα. Όμως τα βράδια γκρεμίζεται όλο το έργο της πρωινής ιεροτελεστίας.
Δεν ξέρω γιατί η νοσταλγία έρχεται τα βράδια. Λες και λίγο από το σκοτάδι που βάφει το τοπίο, σκιάζει και τη δική σου ύπαρξή. Η νύχτα δε με αφήνει να ξεχάσω. Δεν επιτρέπει στη θύμησή σου να ξεθωριάσει. Μοιάζεις με καλό αλλά ξεχασμένο φίλο, που με επισκέπτεται στα σκοτεινά.
Νευριάζω που δεν μπορώ να σ’ ελέγξω. Νευριάζω που οι σκέψεις μου οργιάζουν κι ανακυκλώνουν το παρελθόν μας. Γιατί ανάμεσα στην ασχήμια μας συναντώ και την ομορφιά. Και κάπου εκεί χάνω την ισορροπία ανάμεσα στο «σε σκέφτομαι» και στο «αδιαφορώ». Υποτάσσομαι πάλι στο «αδιαφορώ», αλλά μου μοιάζει ατελές. Σέρνω το σώμα μου πίσω στο «σε σκέφτομαι», αλλά φαντάζει άτοπο.
Μου λείπει η φωνή σου. Αυτή η φωνή, που άλλοτε με ηρεμούσε. Που μου ψιθύριζε για καληνύχτα, μέχρι τελικά να αποκοιμηθώ. Άλλοτε με έκανε να γελάω. Ναι, θυμάμαι ολοκάθαρα τα αστεία σου. Κι άλλοτε πάλι μ’ ερέθιζε. Το χρώμα της φωνής σου, ένα κράμα δυναμισμού και λαγνείας.
Δε θέλω το χρόνο σου. Δε μ’ ενδιαφέρει μια ακόμα τυπική μας συζήτηση. Άλλωστε μεταξύ μας, δεν μπορέσαμε ποτέ να είμαστε τυπικοί. Ούτε εσένα θέλω. Νιώθω πλέον κενό το χώρο που κάποτε φύλαγα την ομορφιά, μπας κι ερχόσουν να μου τη ζητήσεις. Μόνο που δεν το έκανες. Κι έχω αρχίσει να μπερδεύομαι. Τι αδειάζει πιο πολύ τον άνθρωπο εν τέλει; Να του πάρουν την αγάπη που έχει μέσα του ή να του στερήσουν την ευκαιρία να τη χαρίσει; Τείνω προς το δεύτερο, μιας και το να δίνεις από πολλούς θεωρείται λύτρωση. Δεν έχω λυτρωθεί ακόμα από σένα.
Γι’ αυτό και σήμερα, εγώ θα είμαι πάλι κι εσύ θα με περιμένεις. Το ξέρεις ότι θα έρθω. Κι εγώ το ξέρω ότι θέλεις.΄Θα βρω καταφύγιο στη σιωπή και εσύ θα την παρατείνεις. Δε θα φύγω ακόμα. Θα παραμείνεις μαζί μου και θα μ’ αφήσεις να αποχωρήσω οικειοθελώς, πριν από σένα. Τερματίζω μετά από λίγο, αυτό το παιχνίδι υποκρισίας. Γελάω ειρωνικά.Ένα σιωπηλό ραντεβού σκέψεων λοιπόν. Αυτό είναι που μας απέμεινε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου