Έρωτας: ανεπιτυχώς ορισμένη έννοια. Πολυπρόσωπη. Δύσκολα ελέγξιμη. Ανεπαρκώς προσεγγίσιμη. Έρχεται μόνος του. Γρήγορα, στιγμιαία και απροειδοποίητα. Δεν υπάρχουν ενδείξεις στο πότε θα ερωτευτείς, αλλά ούτε και σε ποιον θα εναποθέσεις την ψυχή σου. Σπάνια ερωτεύεσαι εκείνον που θα σε ερωτευτεί. Και σπάνια θα σε ερωτευτεί, εκείνος που ερωτεύεσαι.
Ναι, αν το σκεφτείς, ίσως γι’ αυτό να πονάει τόσο το συγκεκριμένο συναίσθημα. Ίσως γι’ αυτό, ενώ τον επιζητούμε ως βάλσαμο των ψυχών μας, τον φοβόμαστε ως στοιχειό των ονείρων μας. Ίσως επειδή κάποτε δώσαμε, μα δεν πήραμε. Ίσως, επειδή κάποτε δεν ήταν αμοιβαίο. Σπάνια βρίσκεις το αμφίδρομο εκεί. Μα, όταν το βρεις, να το κρατάς. Τυχερός είσαι! Κι εσύ; Εσύ, που δεν το βρήκες ακόμα; Πάλι τυχερός, να αισθάνεσαι! Έμαθες. Μπορεί με τον άσχημο τρόπο, τον σκληρό. Όμως, μαθαίνεις να φυλάγεσαι περισσότερο, όταν συγκρούεσαι με την πραγματικότητα. Όταν σπας. Και στον έρωτα σπας. Μακάρι να ήταν αλλιώς. Μακάρι να μπορούσες να σε προφυλάξεις. Μα αδυνατείς. Γιατί μέσα σου, συγκρούονται στοιχεία αδάμαστα. Συγκρούονται η φωτιά και το νερό. Γιατί μέσα σου, καίει το πάθος και πλημμυρίζει η επιθυμία.
Ακόρεστη αυτή η δίψα. Διψάς να σε κοιτάξει με εκείνο το βλέμμα. Να σε τυλίξει σε μια αγκαλιά. Σε εκείνη, που φαντάζει πιο ζεστή απ’ όλες όσες μέχρι τότε είχες κουρνιάσει. Κι όσο δεν έρχεται, τόσο περισσότερο το αποζητάς. Και όσα πιο πολλά προσφέρεις, τόσο το γιατί οργιάζει μέσα σου. Γιατί; Γυρεύεις μια εξήγηση. Μια λύτρωση, έστω προσωρινή. Δεν κράτησες τίποτα για σένα. Ακόμα κι αυτή τη λιγοστή αξιοπρέπεια, την τσαλαπάτησες χωρίς να σε νοιάζει.
Τελικά; Τι απέμεινε; Ένα πικραμένο χαμόγελο και ένα επαναλαμβανόμενο τηλεφώνημα σε κούφια είδωλα. Εντάξει, δεν έδωσες κάποιο αντάλλαγμα, αλλά και πάλι πονάει το γεγονός ότι δεν πήρες. Ότι δεν απήλαυσες το χάδι. Ότι τα χέρια σου μαράζωσαν, μην έχοντας κάτι ολάνθιστο να αγγίξουν. «Καλά να πάθεις, όμως», θα σου πουν. Βιάστηκες να αφεθείς. Έτρεξες να εξιδανικεύσεις. Στέρεψες πια. Αλλά μη μετανιώνεις. Αυτός είναι ο έρωτας. Ζητά κι απαιτεί, τίποτα λιγότερο από το «είναι» σου ολάκερο. Απλώς την επόμενη φορά θα σφίξεις τα δόντια. Θα κατευνάσεις την παρόρμηση και θα προτάξεις τη λογική. Έτσι, επειδή τώρα έμαθες. Επειδή τώρα ξέρεις, ότι για να δύνασαι να έχεις απόθεμα ψυχής θα πρέπει να μπορείς να την οριοθετείς. Ή διαφορετικά να σε επενδύεις σε πράξεις διττές.
Δεν έχασες. Ποτέ δε χάνεις στη ζωή. Κι εκείνος ο άνθρωπος, που τότε σε αρνήθηκε, να είσαι σίγουρος ότι θα σε αναζητά. Δεν είναι λόγια παρηγοριάς. Θα σε αναζητά, σ’ αυτά που του χάρισες με τόση απλοχεριά. Σ’ αυτά που τώρα δυσκολεύεται να βρει. Όχι, δεν είσαι ο μόνος που έμαθε. Πάντα τα ζόρικα μεγαλώνουν και τους δύο. Για διαφορετικούς λόγους και με άλλους τρόπους. Αναγκαίο λοιπόν «κακό» σε τέτοιες περιπτώσεις, η αλληλοδιδαχή.
Υπάρχει άραγε κάτι πιο όμορφο, πιο ζωντανό, πιο ανθρώπινο από το να δίνεις; Να δίνεις και να χαίρεσαι. Να δίνεις και να γεμίζεις. Να δίνεις και να χαμογελούν τα μάτια σου. Δεν υπάρχει. Και να θυμάσαι ότι αυτό το δίδαξες εσύ. Να είσαι ευγνώμων που τα κατάφερες. Να είσαι περήφανος που καλλιέργησες σε κάποιον αυτήν την προσδοκία. Αυτή την άρνηση στο συμβιβασμό με τη μετριότητα. Κι αν ακόμα και τώρα αμφιβάλλεις για την έκρηξη που προκάλεσες, κατάλαβε ότι η έξη στη θνητότητα είναι οδυνηρή. Πιότερο όμως σκληρή είναι, όταν πριν σε έχουν εξυμνήσει ως άλλο Θεό.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου