«Λολίτα», μια ιδιαίτερη ιστορία αγάπης που απ’ το μυθιστόρημα του συγγραφέα Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ που εκδόθηκε το 1955 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από διάφορους δημιουργούς, με αυτή του Στάνλεϊ Κιούμπρικ το 1962 να δέχεται τις περισσότερες και πιο έντονες κριτικές. Η επόμενη φορά που το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη ήταν το 1997 από τον Έιντριαν Λάιν, ενώ κι άλλοι δημιουργοί προσπάθησαν να παρουσιάσουν επί σκηνής το εν λόγω θέμα μέσω μιούζικαλ, μπαλέτου ή παραστάσεων όπερας. Η πρώτη ταινία του 1962 δίχασε και έφερε έντονες αντιδράσεις από κριτικούς. Μάλιστα ο σκηνοθέτης Στάνλεϊ Κούμπρικ αναγκάστηκε να περιορίσει τις έντονα προκλητικές σκηνές και να αλλάξει στιγμιότυπα της ταινίας λόγω των περιορισμών που επέβαλλε η Ένωση Εταιρειών Κινηματογράφου της Αμερικής. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης δήλωσε ότι αν μπορούσε να προβλέψει τον αρνητικό αντίκτυπο που θα είχε η ταινία στους κριτικούς και τη λογοκρισία που θα δεχόταν, πολύ πιθανό να μην την είχε κάνει ποτέ.
Παρατηρώντας τη χρονιά που μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη, το 1962, βλέπουμε ότι υπήρχαν περισσότερο έντονες κριτικές με αποδέκτη τον δημιουργό της ταινίας και δεν εστίαζαν τόσο στον συγγραφέα του μυθιστορήματος, στον οποίο ανήκε και η πρωτότυπη ιδέα του έργου. Ίσως ήταν λάθος χρονική στιγμή, ίσως κοινό και κριτικοί να μην ήταν ακόμη έτοιμοι για κάτι τόσο προχωρημένο και προκλητικό στη μεγάλη οθόνη. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την εποχή ο γραπτός λόγος και τα βιβλία περνούσαν περισσότερο απαρατήρητα ως προς τις προκλήσεις του περιεχομένου τους σε σχέση με τις ταινίες και τα οπτικοακουστικά θεάματα που η κοινωνία και οι κριτικοί δεν ήταν ακόμη εξοικειωμένοι να αποδέχονται χωρίς λογοκρισία.
Το ίδιο το στόρι θεωρήθηκε από πολλούς ακραίο θέτοντας μάλιστα υπό αμφισβήτηση ακόμη και το ταλέντο δημιουργών και πρωταγωνιστών, ενώ καθόρισε με τον πλέον αρνητικό τρόπο την επαγγελματική πορεία τους, ειδικότερα αυτών που έπαιξαν τον αμφιλεγόμενο ρόλο της μικρής Λολίτας. Το σενάριο και η πλοκή φαντάζουν ακραία σε κοινό και κριτικούς της εποχής του 1962 αφού τέτοιες ιστορίες μπορεί να διαδραματίζονταν ακόμη και στο διπλανό σπίτι, όμως ήταν απαγορευμένα θέματα προς ανοιχτή συζήτηση και διάλογο. Αυτό που κάνει την ανοχή που επιδεικνύει το σημερινό κοινό και οι κριτικοί να διαφέρει είναι το ότι εικόνες ερωτικού περιεχομένου και ακραίες ιστορίες έρχονται στην επιφάνεια σε καθημερινή βάση. Δεν είναι ότι πλέον το κοινό αποδέχεται αντίστοιχα περιστατικά τόσο στην πραγματικότητα όσο και στη μικρή και μεγάλη οθόνη με μεγαλύτερη ευκολία, είναι απλώς η συχνότητα με την οποία ο θεατής γίνεται δέκτης τέτοιων σκηνών που τον κάνει παθητικό και δεν αντιδρά όπως εκείνα τα χρόνια.
Βέβαια σε κάθε γεγονός υπάρχουν δύο πλευρές. Η μία πλευρά στην προκειμένη είναι εκείνοι που δεν αντιδρούν διατηρώντας παθητική στάση απέναντι σε όσα ακραία συμβαίνουν μπροστά στα μάτια τους, ενώ στην άλλη είναι εκείνοι που έχουν έντονη διάθεση να αντιδράσουν, να ασκήσουν κριτική και να λογοκρίνουν. Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε πτυχή της ζωής. Ίσως είναι η πληθώρα προκλητικών εικόνων που δεχόμαστε μέσα από πολλαπλά κανάλια επικοινωνίας -είτε τα τηλεοπτικά μέσα, είτε τα social media- που σχεδόν αδυνατούμε να αντιληφθούμε αλλά κυρίως να αντιδράσουμε σε εικόνες που μας ενοχλούν και σε περιεχόμενο που θεωρούμε ακατάλληλο. Δεν αντιδρούμε σε ό,τι μας ενοχλεί τόσο εύκολα εκτός από μία μικρή μερίδα κόσμου. Ασκούμε κριτική, καταδικάζουμε και κατηγορούμε είτε πρόκειται για κάποιο θέαμα ή κάποιον καλλιτέχνη, είτε πρόκειται για κάποιο συμβάν που λαμβάνει χώρα δίπλα μας και είμαστε αντίθετοι.
Δεν ακούμε όμως, δεν κάνουμε διάλογο και δεν εξηγούμε ορθά και με τη χρήση επιχειρημάτων τι είναι αυτό που μας ενοχλεί, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε όποιον δέχεται την κριτική να κάνει διορθώσεις και να βελτιώσει το έργο του εφόσον είναι καλλιτέχνης και «προσβάλουμε» το έργο του ή τη συμπεριφορά του και τον τρόπο που ενεργεί εφόσον τον θίγουμε σε ατομικό επίπεδο. Η μερίδα του κόσμου που δεν αντιδρά και δεν ασκεί κριτική είναι εκείνοι που αποδέχονται το περιεχόμενο ενός δημιουργού όσο ακραίο κι αν είναι προσπαθώντας να το ερμηνεύσουν, να το αναλύσουν, να δουν τι μπορούν να πάρουν από αυτό ως δίδαγμα και «μάθημα». Ακόμη κι αν κάτι τους ενοχλεί σε αυτό που αντικρύζουν εστιάζουν να το αναλύσουν ώστε να καταλήξουν στο γιατί συμβαίνει αντί να αντιδρούν χωρίς επιχειρήματα με αερολογίες. Αυτή η μερίδα εκτιμά και αγαπά τέτοιου είδους προκλητικά θεάματα και δημιουργήματα για αυτούς ακριβώς τους λόγους, επειδή τους βάζει σε διαδικασία εσωτερικής αναζήτησης και ενδοσκόπησης. Είναι αυτοί που λατρεύουν το διαφορετικό και έχουν μάθει να το αγκαλιάζουν αντί να το απωθούν.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.