Ευτυχώς, ευτυχώς σου λέω!
Ευτυχώς, που σου έμεινε έστω η μοναξιά.
Καλύτερα μόνος, παρά με το «τέρας».
Δεν το πιστεύεις, εε;
Δεν μπορείς να το δεχτείς;
Πώς να το συνειδητοποιήσεις;
Κι όμως, αυτό ήταν! Αυτό σε «συντρόφευε» για χρόνια και χρόνια για να μην νιώσεις εκείνη. Γιατί έβαζες μπροστά χίλιες δυο αιτίες να μην την αφουγκραστείς. Να μην τη δεις κατάματα και χρειαστεί να την αντιμετωπίσεις, διότι ξέρεις ότι βαθύτερα θα αντιμετωπίσεις τον ίδιο σου τον εαυτό… κι η μάχη θα είναι άνιση. Γιατί δε νιώθεις έτοιμος κι αρκετά δυνατός για να τη δώσεις.
Ξέρω και ξέρεις ότι πονάει η συντροφιά της. Πώς να μην πονάει άλλωστε; Οι άνθρωποι, όσο κι αν δεν το μετράμε κι όσο κι αν αλλάζουμε στην πορεία, είμαστε φύσει κοινωνικά όντα, φύσει συναισθηματικά πλάσματα, έτοιμα να δώσουμε και να πάρουμε. Δούναι και λαβείν σε μια συνεχή αναμέτρηση μέσα μας, που καθορίζει την ίδια την ύπαρξή μας.
Καρτεράς όσο τίποτα άλλο να βρεις μια στεριά για να πατάς, καθαρό αέρα να ανασαίνεις όταν όλα γύρω σου είναι καπνός, μια πατρίδα για τη μικρή προδομένη καρδιά σου, ένα λιμάνι για να δέσεις τους κάβους σου, ένα συνοδοιπόρο για να ξεκινήσετε μαζί το επόμενο ταξίδι, μια ψυχή για να μοιραστείς τις ανησυχίες και τα ξενύχτια σου, να ακουμπήσεις τους φόβους σου κι εν τέλει να ανοίξεις τις πληγές σου για να γιατρευτούν. Πώς, λοιπόν, να δεχτείς έτσι απλά ότι δεν υπάρχει κάτι από αυτά; Ότι πίστεψες σε λάθος πατρίδα, έδεσες τους κάβους σε λάθος λιμάνι, ο αέρας έκρυβε διάφορες αόρατες, προς το γυμνό κι αθώο μάτι σου, δηλητηριώδεις χημικές ενώσεις που δηλητηρίαζαν όλη την ύπαρξή σου, αργά και σταθερά; Το ταξίδι ήταν πορεία προδιαγεγραμμένη προς το συμφέρον του έτερου μέλους κι οι πληγές, που εν τέλει άνοιξες για να γιατρευτούν, έγιναν ακόμα πιο βαθιές.
Γι’ αυτό σού λέω. Καλύτερα που υπάρχει εκείνη. Σαν μούσα πλέον μου τραγουδά και πιότερο με παρηγορεί η φωνή της. Με νανουρίζει το άγγιγμά της. Με αγκαλιάζει και χάνομαι σε όνειρα χαμένα, σε όνειρα αλλοτινά, περασμένων από καιρό εποχών. Περασμένων από καιρό φάσεων. Όμως, κοίτα προσεκτικά πόσο οξύμωρο είναι όλο αυτό. Ψάχνεις κάτι σταθερό, να μην αλλάζει, τη στιγμή που εσύ ο ίδιος αλλάζεις καθημερινά και μεταβάλλεται το είναι σου συστηματικά από τα όσα βίωσες και βιώνεις. Και πρέπει να αλλάζεις. Πρέπει να μπορείς να προσαρμόζεσαι στα νέα δεδομένα. Ίσως, να σου φαίνεται υπερβολή. Μα δεν είναι. Αν το καλοσκεφτείς τίποτα δε μένει σταθερό. Όλα αλλάζουν. Κι ίσως να τη χρειάζεσαι κι αυτήν την αλλαγή.
Πες μου, όμως εσύ, εσύ που διαβάζεις τώρα αυτό το κείμενο. Πες μου, τί φοβάσαι πιο πολύ; Άδειες νύχτες μοναξιάς; Ή μια αγκαλιά απ’ το «τέρας»; Όπου «τέρας», γράψε άνθρωπος. Όπου άνθρωπος, γράψε «σου». Γιατί υπάρχει βαθιά η αίσθηση του «ανήκειν».
Κι η επιθυμία αυτή είναι που φυλακίζει τις ψυχές πάνω και πέρα από όλα και τις υποβιβάζει σε πράγματα κατώτερα κι όταν έρθει η ώρα να χωριστούν, αυτό το «ανήκειν» διαφεντεύει και διατάζει. Κι απαιτεί να έχει τον έλεγχο. Απαιτεί να κλείσεις τα μάτια, να σφίξεις τα δόντια και να υπομείνεις τα πάνδεινα προς χάριν τινών πάντων ικανών να σε αποτρέψουν από αυτό που αιφνίδια άστραψε στο μυαλό και την καρδιά σου. Μια γεύση ελευθερίας. Ένα άρωμα αποδέσμευσης. Και νομίζει πως θα υπακούσεις. Πως θα χορέψεις στη λύρα του ξανά. Μα είναι αργά, αργά για τέτοια θαύματα!
Έπαψες να ελπίζεις σε θαύματα από καιρό. Έπαψες να παλεύεις για ελπίδες που θα σώσουν τη χαμένη από χέρι κατάστασή σου, τον χαμένο σου εαυτό. Ξέρεις, πλέον, ότι η σωτηρία σου βασίζεται στο δικό σου χέρι, στη δική σου προσπάθεια, στη δική σου θέληση, στο δικό σου πείσμα, στη δική σου δύναμη. Σε όση τέλος πάντων σού απέμεινε. Έψαχνες να βρεις τη δύναμη να σηκωθείς από καιρό. Τώρα ήρθε η ώρα να το κάνεις! Κανένα χεράκι μαγικό δε θα σε σώσει από τον Γολγοθά σου. Εν τέλει, έτσι πρέπει! Για να είναι όλη η ανάσταση εξολοκλήρου δική σου. Για να τη χαρείς ολάκερη.
Για πες, τα κατάφερες; Σηκώθηκες; Μπράβο! Μα κι αν δεν, πάλι μπράβο! Έκανες την αρχή. Και κάθε αρχή και δύσκολη και το ήμισυ του παντός. Μη φοβάσαι πως τρεκλίζουν τα βήματά σου. Μη φοβάσαι πως μουδιάζουν τα χέρια σου. Μη φοβάσαι τα ψαλιδισμένα φτερά σου. Θα βγάλεις σύντομα καινούρια. Αλήθεια σού λέω! Μη φοβάσαι το αύριο τί θα φέρει. Να φοβάσαι το αύριο που θα ερχόταν. Να φοβάσαι τις πνιγμένες ελπίδες που θα βούλιαζαν για πάντα στο βυθό της θάλασσας. Τα όνειρα που δε θα έβρισκαν κανένα αντίκρισμα. Την ψυχή σου που θα έμενε κουρελιασμένη έως ότου αφανισθεί τελείως.
Και να θυμάσαι πως τίποτα δεν έρχεται εύκολα στο δρόμο σου. Τίποτα δε θα σού χαριστεί στο διάβα σου. Έτσι είναι καλύτερα. Έτσι θα μάθεις και θα μάθουν την αξία σου. Το «τέρας» θέλει κότσια να το βγάλεις από πάνω σου. Θέλει κότσια να λύσεις τα δεσμά. Θέλει την αξία σου να την κάνεις ασπίδα και φωτόσπαθό σου. Μόνο έτσι νικιέται. Μόνο με φως πεθαίνει το σκοτάδι.
Κι οι ουλές που σού άφησαν οι μάχες μαζί του; Αυτά είναι τα παράσημά σου. Τα πολύτιμά σου πια. Και να θυμάσαι πως μόνο με φως μπορεί να γιατρευτεί η ψυχή σου. Το ολόδικό σου φως!
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κουτσουρά