Τις τελευταίες μέρες, λόγω και της επίσκεψης του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Λονδίνο, έχει ξεσπάσει θύελλα αντιδράσεων με την επιστροφή ή όχι των μαρμάρων του Παρθενώνα, ή όπως αλλιώς αποκαλούνται «Ελγίνεια Μάρμαρα». Είμαι σίγουρη ότι έτσι τα άκουσες κι εσύ στο σχολείο, όταν πρώτη φορά έμαθες ότι κάποτε κοσμούσαν λαμπρά τον Παρθενώνα και κάποιος Έλγιν τα έκλεψε και τα μετέφερε στη Βρετανία. Ποιος, όμως, ήταν ο Έλγιν; Πώς και για ποιον λόγο απέσπασε τα μάρμαρα από την Ελλάδα και πώς τελικά αυτά κατέληξαν στο Βρετανικό Μουσείο;
Πρώτα από όλα, το πραγματικό και πλήρες όνομα του Έλγιν ήταν Τόμας Μπρους, 7ος κόμης του Eλγκιν κι 11ος του Κινκάρντιν. Στην Ελλάδα ήταν γνωστός ως Ελγίνος ή Λόρδος Έλγιν. Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1766 στο Μπρούμχολ της κομητείας Φάιφ της Σκωτίας κι ήταν ο δεύτερος γιος του Τσάρλς Μπρους (5ος κόμης του Έλγκιν) και της Μάρθας Γουάιτ. Σε ηλικία 19 ετών κατατάσσεται στον βρετανικό στρατό με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού, ενώ φτάνει μέχρι τον βαθμό του υποστράτηγου.
Σε ηλικία 24 ετών, το 1790, ξεκινάει τη διπλωματική του καριέρα ως πρεσβευτής στις Βρυξέλλες κι έπειτα από 5 χρόνια συνεχίζει στο Βερολίνο, ενώ είχε ήδη ξεσπάσει ο πόλεμος κατά της Γαλλίας. Στα 33 του χρόνια νυμφεύεται τη Μέρι Νέσμπιτ, όπου τής υπόσχεται ως γαμήλιο δώρο μια υπέροχη έπαυλη διακοσμημένη με αρχαιοελληνικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, που λάτρευε κι ο ίδιος, όπως και πολύς κόσμος, εκείνη την εποχή. Έτσι, προσλαμβάνει τον αρχιτέκτονα Τόμας Χάρισον για να σχεδιάσει το αρχοντικό Μπρούμχολ σε κλασικό ελληνικό ύφος. Αργότερα, διορίζεται έκτακτος πρεσβευτής Κωνσταντινούπολης, με αποκλειστική ευθύνη να ασχοληθεί με πολιτικά ζητήματα εξαιτίας της εκστρατείας του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο.
Η αρχική πρόθεση του Έλγιν ήταν να σταλεί στην Αθήνα μια ομάδα, το Μάιο του 1800, με τον γραμματέα της πρεσβείας Γουίλιαμ Χάμιλτον κι έξι καλλιτέχνες και τεχνίτες από την Ιταλία, μεταξύ των οποίων τον ζωγράφο Λουζιέρι και τους αρχιτέκτονες Ιτάρ και Βαλέστρα, προκειμένου να καταγράψουν τα αρχαία μνημεία της Αττικής και κυρίως του Παρθενώνα, ενώ φαινομενικός σκοπός του ήταν να λάβει εκμαγεία, δηλαδή καλούπια, από διάφορα μνημεία για να διακοσμήσει την έπαυλη που έχτιζε. Τώρα, πώς έφτασε στο σημείο να αποσπάσει ολόκληρα τμήματα του διακόσμου του Παρθενώνα; Φυσικά, όλα αποτελούν κρίκους μιας αλυσίδας από συγκυρίες, που ο ίδιος εκμεταλλεύτηκε κατά το δοκούν και προς όφελός του για να αποκτήσει μια τεράστια συλλογή από ανεκτίμητης αξίας αρχαιότητες, εξαιτίας της θέσεως που κατείχε στην Κωνσταντινούπολη.
Η Τουρκία οδηγείται σε συμμαχία με τη Μεγάλη Βρετανία, έναντι της Γαλλίας. Το 1801 ο ίδιος αποσπά επιστολή από τον Καϊμακάμη Σεγούτ Αβδουλάχ, που αντικαθιστά τον Μεγάλο Βεζύρη στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος ζητά από τις οθωμανικές αρχές στην Αθήνα να επιτρέψουν τις ανασκαφές γύρω από την Ακρόπολη στους ανθρώπους του Έλγιν. Ο όρος είναι να μην προξενήσουν ζημιές στα μνημεία, πράγμα το οποίο διαψεύδεται το 2019 πλέον, από την καθηγήτρια Ζεϊνέπ Αϊγκάν του Πανεπιστημίου Μιμάρ Σινάν και τον Ορχάν Σακίν, ειδικό στα οθωμανικά αρχεία. Μετά από έρευνα διαπίστωσαν ότι δεν υπάρχει κάποιο έγγραφο που να δίνει έγκριση ανασκαφών, παρά μόνο μια επιστολή που τοποθετείται από τις 27 Ιουνίου έως τις 7 Ιουλίου 1801, με την οποία δίνεται άδεια στους συνεργάτες του Έλγιν να επισκεφτούν την Οθωμανική Αυτοκρατορία!
Το συνεργείο του Έλγιν, λοιπόν, όχι μόνο δεν τηρεί τη συμφωνία, αλλά επί 3 χρόνια διαμελίζει περίπου τον μισό από τον σωζόμενο γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα, μαζί με ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως ένα κιονόκρανο κι ένα σπόνδυλο από κίονα, τα συσκευάζει σε χάρτινα κιβώτια και τα στέλνει με πλοία στη Μεγάλη Βρετανία. Το ιδιόκτητο ιστιοφόρο του Έλγιν, θα βυθιστεί στον Αβλέμονα των Κυθήρων, με τα πρώτα 12 κιβώτια, ενώ θα χρειαστούν δύο χρόνια για την ανέλκυση τους από τον βυθό της θάλασσας με πολλές φθορές.
Το 1803 κρατείται αιχμάλωτος για 3 χρόνια στη Γαλλία, όταν παραβιάστηκε η συνθήκη της Αμιένης, ενώ όταν πια καταφέρνει να επιστρέψει στην πατρίδα του, γίνεται αντικείμενο δριμύτατης κριτικής από διακεκριμένους συμπατριώτες του όπως οι Ντότγουελ, Ντάγκλας, Κλαρκ, Σμιθ και Χόμπχαουζ, εξαιτίας της κλοπής και μεταφοράς των ελληνικών αγαλμάτων στην Αγγλία. Κατηγορείται ευθέως ως βάνδαλος και κλέφτης, που με αθέμιτα μέσα και δωροδοκίες κατάφερε να αποσπάσει τα αγάλματα, ενώ έχει ήδη ξεκινήσει η οικονομική του κατρακύλα, μιας και το όλο εγχείρημα της κλοπής των μαρμάρων τού κόστισε περίπου 70.000 λίρες.
Παίρνει διαζύγιο, μετά από αρκετές δικαστικές διαμάχες, καθώς κατηγορεί τη σύζυγό του Μέρι για μοιχεία και απαιτεί από τον εραστή της να τού δώσει μια μεγάλη αποζημίωση. Ξαναπαντρεύεται το 1810 την Ελίζαμπεθ Τάουνσεντ, αποκτά 7 παιδιά μαζί της (με τη Μέρι είχε άλλα 4!) κι έχοντας ήδη χάσει την περιουσία του, όπως αναφέρεται παραπάνω, το 1816 αναγκάζεται να πουλήσει τη συλλογή του με τα «Μάρμαρα του Παρθενώνα» μισοτιμής στο Βρετανικό Μουσείο, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα. Ο Έλγιν πεθαίνει τελικά στις 14 Νοεμβρίου 1841 στη Γαλλία, όπου έζησε τα τελευταία του χρόνια αποφεύγοντας τους δανειστές του.
Η ιστορία πίσω από τα «Ελγίνεια Μάρμαρα« (όρος που είναι λαθος κατά τη Μερκούρη καθώς δηλώνει μια ιδιοκτησία που δεν υφίσταται) είναι μεγάλη, γεμάτη αστοχίες, συμφέροντα, πάθη και λάθη. Το ζητούμενο πλέον, όμως, δεν είναι το πώς έφτασαν στην Αγγλία, ή το πώς τα απέκτησε το Βρετανικό Μουσείο, αλλά το εάν επιστραφούν, κάποια στιγμή.
Το όραμα της Μελίνας, δεν πέθανε ποτέ.
Πηγή φωτογραφίας: Protagon
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου