Τα όνειρά μου στη στάχτη ρίχ’τα
Παιδί δικό σου και με διώχνεις νύχτα
«Παράβαση»
Πόσες και πόσες φορές δεν ένιωσες να σε διώχνει ο τόπος σου; Πόσες και πόσες φορές δεν έπιασες τον εαυτό σου να σκέφτεται τη φυγή, για ένα καλύτερο μέλλον, ένα καλύτερο αύριο, σε ένα μέρος όπου θα δικαιούσαι να ζήσεις ανθρώπινα, πάνω από όλα, και όχι μόνο με τα βασικά ή κατώτερα των βασικών και διάφορα pass; Κι εδώ δεν μπορείς να μην αρχίσεις να σκουπίζεις δάκρυα ή να σιχτιρίζεις την τύχη σου, που ενώ γεννήθηκες σε μια υπέροχη χώρα από άποψη κλίματος, τοποθεσίας, ομορφιάς, φαγητού, ανθρώπων, έχει γίνει, πλέον, ένα με το πετσί σου το πόσο δύσκολο είναι να επιβιώσεις μένοντας εδώ.
Οι στίχοι του Γεράσιμου Ευαγγελάτου δε θα μπορούσαν να το αποδώσουν καλύτερα νοηματικά όλο αυτό που ζούμε, ρίχνοντας το ένα καρφί μετά το άλλο, τη μια συνειδητοποίηση πίσω από την άλλη, που σκάνε μέσα σε μυαλό και καρδιά σαν μικρές βόμβες. Κι η μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη, πού θυμίζει το εμβατήριο του Εθνικού μας Ύμνου, δημιουργεί το κατάλληλο έδαφος αντιπαραβολής της “Παράβασης” μαζί του, που εντελώς παραβατικά, αλλά κι απροκάλυπτα κοντράρεται σε όλα αυτά που μάς γαλουχούν από μικρά παιδάκια, μέσα στην κούνια μας, με την πραγματικότητα την ίδια από μόνη της. Αυτό που κάνει, βέβαια, φοβερό το αποτέλεσμα αυτού του τραγουδιού δεν είναι άλλο από τη δυνατή ερμηνεία της μοναδικής Νατάσσας Μποφίλιου που αναδεικνύει με όλο της το είναι όλα τα συναισθήματα που εκφράζουν στίχοι και μουσική μαζί.
«Παράβαση», λοιπόν, ο τίτλος του τραγουδιού, από το λατρεμένο τρίο Μποφίλιου – Καραμουρατίδης – Ευαγγελάτος κι εμείς απορούμε πώς δεν έπεσε στην αντίληψή μας νωρίτερα. Γιατί πέρα από κάθε εμπορικότητα και κυνήγι τάσεων, πέρα από προσωπικά μουσικά ενδιαφέροντα, πέρα από αγάπες ή λατρείες σε εικόνες και συγκεκριμένα πρόσωπα – καλλιτέχνες, σε αυτό το τραγούδι θέτονται κύρια, καίρια και ουσιαστικά ερωτήματα, που χρίζουν ιδιαίτερης προσοχής και ανάλυσης. Πάμε όμως να το μελετήσουμε παρέα στίχο-στίχο:
α) Αυτή την κόψη καλά την ξέρω
Να μη φουντάρω θα καταφέρω
Αυτή την όψη καλά γνωρίζω
Από την κούνια μου τη σφουγγαρίζω
Ξεκάθαρη αντιπαράθεση με την έναρξη του Εθνικού Ύμνου και τους στίχους του Διονυσίου Σολωμού: «Σε γνωρίζω από την κόψη, σε γνωρίζω από την όψη». Μάς πότισαν με αυτή την αγάπη για την πατρίδα μας από την κούνια μας, και μάθαμε να αναγνωρίζουμε την κόψη του σπαθιού από την όψη στα λόγια, μα στην πράξη ζήσαμε στην κόψη του ξυραφιού. Μείναμε εδώ και παλέψαμε, σε συνθήκες που ολοένα και γίνονται αντίξοες με αυξημένο κίνδυνο ψυχικής και σωματικής κατάρρευσης και τώρα παλεύουμε να σφουγγαρίσουμε τα ποτισμένα από την κούνια μας φρονήματα και να περιμαζέψουμε τα ασυμμάζευτα.
β) Αυτή τη χώρα την έχω χτίσει
Την έχω κλάψει την έχω βρίσει
Αυτό το χώμα το ‘χω φιλήσει
Το ‘χω λατρέψει – το ‘χω συγχωρήσει
Και παρόλες τις αντιξοότητες, τη χτίσαμε αυτήν τη χώρα, την κλάψαμε για τα δεινά που έχει περάσει η ίδια, αλλά τη βρίσαμε και που μάς προκάλεσε από μόνη της άλλα τόσα. Την αγαπήσαμε, παρόλα αυτά, με τα ελαττώματα της, τη συγχωρήσαμε για ακόμη μια φορά για όσα δεινά μάς έχει προσφέρει και τη λατρέψαμε ξανά για όσα καλά μάς χάρισε. Εντάξει, το δίπολο αγάπης- μίσους μέσα μας το βλέπουμε, ε; Γιατί όπως και να το κάνουμε σαν το χώμα από την πατρίδα δεν έχει, όσα κι αν μάς πονάει.
γ) Από το αίμα τόσων προγόνων
Βγαίνω στον κόσμο μ’ ενοχές αιώνων
Κι είμαι μεγάλος πια στα σαράντα
Για να πληρώνω βερεσέ τα πάντα
Όμως, είναι τόσο βαρύ το τίμημα που κληθήκαμε οι νέες γενιές να πληρώσουμε προς χάριν της θυσίας των προγόνων μας για αυτή τη χώρα και την ελευθερία της, που γεμίσαμε ενοχές, αντί περηφάνια και έφυγε σχεδόν η μισή μας ζωή μέχρι να αντιληφθούμε ότι παλεύουμε χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα και δεν καταφέραμε να μη χρεωνόμαστε άλλων έργα και πράξεις. Δεν είμαστε ελεύθεροι πραγματικά.
δ) Αυτή η χώρα μ’ έχει γεράσει
Κι αυτή η μπόρα δε λέει να περάσει
Σηκώνω πλάτη σηκώνω στήθος
Στο φως γεράκι – κότα στο ημίφως
Αυτή η χώρα έφαγε τα καλύτερα μας χρόνια στη βιοπάλη, που δε λέει να οδηγήσει σε κάποιο ξέφωτο και ας προσπαθούμε να βγούμε μπροστά και ας παλεύουμε ακόμα να σηκώσουμε ανάστημα, τελικά οι αντοχές κάνουν πίσω, όταν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες κι ο φόβος επικρατεί. Φόβος του αν θα αντέξουμε άλλη μια μέρα ακόμη με τις ίδιες συνθήκες. Φόβος για όλα αυτά που ακολουθούν πίσω μας και όλα όσα πέφτουν και μας πλακώνουν. Δουλειές, χρέη, υποχρεώσεις και ένα σύστημα βαθιά ριζωμένο που δε λέει να αλλάξει, κι όλο χειροτερεύει.
ε) Αυτή τη χώρα τι να την κάνω
Αυτή με σπρώχνει στο αεροπλάνο
Ούτε ποιος είμαι ούτε που πάω
Δεν ξέρω – ξέρω μόνο ότι το σκάω.
Και φυσικά, ποιος θα αντέξει να μείνει σε μια χώρα που παρ’ όλη την αγάπη που της έχουμε εκείνη μάς σπρώχνει σε φυγή; Ακριβώς, όπως στις σχέσεις, όταν δεν υπάρχει αμοιβαία αγάπη, εκτίμηση και σεβασμός στα δικαιώματα και των δύο μερών κάποιος εν τέλει εξωθείται σε φυγή. Θες να το σκάσεις, φυσικά κι οπουδήποτε αλλού χρειαστεί να πας εκτός από εκεί που δε σε εκτιμάνε. Κι ας μην ξέρεις ποιος είσαι, τι θέλεις και πού πας. Καλύτερα προς το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.
στ) Κι άντε γαμήσου που σ’ αγαπάω
Θα με στοιχειώνεις όπου και να πάω
Τα όνειρά μου στη στάχτη ρίχ’τα
Παιδί δικό σου και με διώχνεις νύχτα
Εκεί ακριβώς, την ίδια στιγμή που παίρνεις την απόφαση της φυγής, πατάς και μια βρισιά για το γαμώτο, γιατί ξέρεις ότι εσύ το πάλεψες μέχρι τελικής πτώσεως, μέχρι τελευταίας σταγόνας ιδρώτα, όμως για τα όνειρα σου δεν υπήρχε έδαφος ούτε να πατήσουν ούτε να υλοποιηθούν. Τι κι αν είμαστε παιδιά δικά σου Ελλάδα; Τι και αν σε λατρεύουμε; Δε φρόντισες, ούτε φροντίζεις για να μας κρατήσεις κοντά σου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου