Τι κι αν πέρασαν είκοσι χρόνια; Όταν κάτι είναι μοναδικό στο είδος του παραμένει πάντα σταθερή αξία. Και πράγματι, η ταινία «Πολίτικη Κουζίνα» σε σκηνοθεσία και σενάριο του Τάσου Μπουλμέτη, που κυκλοφόρησε πρώτη φορά στους κινηματογράφους τον Οκτώβριο του 2003, έχει κάτι διαχρονικό σε αυτό που πραγματεύεται. Φέρνει εικόνες και θύμησες από πατρίδες, χαμένες και μακρινές, στο σήμερα. Σε ένα σήμερα πολύ διαφορετικό. Σε ένα σήμερα αντιμέτωπο με άλλη νοοτροπία, κουλτούρα και πολιτισμό από εκείνον της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, που πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν με τη βia.
Πρωταγωνιστής είναι ο Γιώργος Χωραφάς, στον ρόλο του ενήλικα Φάνη Ιακωβίδη κι η ταινία πραγματεύεται αναμνήσεις από την Κωνσταντινούπολη, οι οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με φαγητά, μπαχαρικά, αρώματα και μουσικές. Κι αυτό ακριβώς είναι που κάνει την ταινία αυτή τόσο ιδιαίτερη κι αγαπημένη σε όλους. Μάς δημιουργεί εικόνες μέσω των αισθήσεων, ενώ η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα συμπληρώνει πολλά νοήματα. Η ίδια έχει κάνει φοβερή δουλειά στη σύνθεση και στις ενορχηστρώσεις. Έχει καταφέρει με τρόπο μοναδικό να ενώσει ξανά δύο συγγενικούς πολιτισμούς με κοινή αγάπη τη μαγειρική και να μεταδώσει το συναίσθημα της νοσταλγίας. Η Ελλάδα, αν και σταυροδρόμι πολιτισμών, πάντοτε ήταν πιο κοντά στην Ανατολή στις γεύσεις, στα ακούσματα και στους ήχους της. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή το 1920, άρχισε σιγά σιγά να δυτικοποιείται περισσότερο, κυρίως από πολιτικής απόψεως. Πράγμα που αναπόφευκτα άλλαξε και τη στάση του κόσμου και την κουλτούρα.
Η Ρεμπούτσικα, λοιπόν, ήρθε να μας υπενθυμίσει τις ρίζες μας, τις αξίες μας και την μοναδικότητα της μουσικής μας κουλτούρας. Χρησιμοποίησε ανατολίτικης καταγωγής παραδοσιακά όργανα, όπως το κανονάκι, το ούτι και το μπουζούκι, που αποδίσουν μελωδίες με μικρότερα διαστήματα από τα συγκερασμένα των κλασσικών διέσεων κι υφέσεων της δύσης. Τα έσμιξε με λίγο πιο συμφωνικά και δυτικής καταγωγής όργανα όπως το βιολί, το ακορντεόν, το πιάνο, την κιθάρα, το κόρνο κι έφτιαξε ένα αποτέλεσμα φοβερό. Δεν είναι η πρώτη που το έκανε, αλλά είναι ίσως η πρώτη που το έκανε με τέτοιο τρόπο και με τέτοιο αντίκτυπο.
Οι μουσικές της διαδέχονται αρμονικά η μία την άλλη, ξεκινώντας από σολιστικά μέρη με ανατολίτικα όργανα- κανονάκι, πολίτικη λύρα, ανατολίτικα πνευστά- που συνοδεύονται από συμφωνική ορχήστρα, όπως στα κομμάτια με τίτλο «Baharat» κι «Η αγορά». Άλλοτε μόνο δύο κιθάρες όπως στο κομμάτι «Οι φίλοι του παππού» ή παίζοντας μόνο ανατολίτικα όργανα όπως στο κομμάτι «Essence of cinnamon», στο οποίο δίνεται μια λίγο πιο παιχνιδιάρικη κι αστεία διάθεση στο νοσταλγικό ταξίδι της μνήμης του Φάνη. Κομμάτια όπως το «Osman Bey» ή το «Πάνω από τον Βόσπορο», παίζονται αποκλειστικά με ορχήστρα που αποδίδει το αίσθημα της αγωνίας και της έντασης, ενώ το κομμάτι «Το πατάρι», που παίζεται στο πιάνο, ξυπνάει αναμνήσεις κι αισθήσεις του χθες μέσα από ένα μελωδικό βαλς.
Τα νοήματα της ταινίας βασίζονται κατά ένα μεγάλο μέρος, πάνω στη μουσική ιδιοφυΐα της Ρεμπούτσικα. Οι ελάχιστοι και συνοπτικοί διάλογοι κι αφηγήσεις στις σκηνές που διαδραματίζονται, συνοδεύονται εξαιρετικά από τις συνθέσεις της Ευανθίας. Όλη η αίσθηση της ταινίας δημιουργείται ή συμπληρώνεται μέσα από οπτικοακουστικά ερεθίσματα και κυρίως μέσα από τη μουσική της, δίνοντας ένα συνολικό αποτέλεσμα λυρικό, νοσταλγικό και γλυκόπικρο κι ίσως παιχνιδιάρικο κάποιες φορές. Χρειάζεται να πει κανείς ότι πέραν του ότι συνοδεύει την ταινία με υπέροχο τρόπο, η μουσική της Ρεμπούτσικα μπορεί να σταθεί και αυτόνομα μόνη της κι αυτό είναι που την κάνει ακόμα πιο μοναδική και υπέροχη.
Είναι ευρέως και κοινώς αποδεκτό, λοιπόν, ότι αυτή η μουσική σε ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, σε άλλες εποχές, πίσω σε χαμένες πατρίδες και γεμίζει την φαντασία σου με εικόνες νοσταλγικές, αρώματα και γεύσεις. Όμως, αυτό που κατά βάση πραγματεύεται είναι η αρμονική συνύπαρξη δύο διαφορετικών λαών που δεν έχουν τίποτα ουσιαστικά να χωρίσουν, πολύ περισσότερο να μοιραστούν και να απολαύσουν.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κουτσουρά