Απ’ το «μια φορά κι έναν καιρό» που άκουγες από μικρό παιδί, τα παραμύθια άλλαξαν κι ο καιρός εκείνος δεν είναι παρά μόνο μια γλυκιά ανάμνηση, που κουβαλάς ακόμα μέσα σου. Ένα κομμάτι του εαυτού σου που έμεινε παιδί. Μεγαλώνεις, όμως, και συμβιβάζεσαι με τον κόσμο, την καινούρια σου πραγματικότητα. Κι εκείνη διαφέρει πολύ απ’ τις ιστορίες που σου διάβαζαν για να κοιμηθείς. Και κάπως έτσι, το παιδί μέσα σου πληγώνεται, ψάχνοντας συνεχώς διεξόδους σ’ ένα παρόν όχι και τόσο παραμυθένιο.
Πόσες ήταν οι φορές που σε είπαν ανώριμο ή πως πρέπει να κάνεις ό,τι κάνουν κι οι άλλοι για να ‘σαι αποδεκτός; «Φέρεσαι σαν παιδί, δεν τα κάνουν αυτά στην ηλικία σου», «Ωρίμασε» ακούς συνέχεια απ’ τους «μεγάλους»! Κι εσύ μένεις να αναρωτιέσαι, πώς γίνεται να μη σε καταλαβαίνουν –το αιώνιο παράπονο των πάντων– και να σου λένε με τέτοια αυστηρότητα, χωρίς ίχνος ενσυναίσθησης, να μην κάνεις αυτό που σε κάνει χαρούμενο; Πού πήγε η ανάμνηση του παιδιού που ήταν κι οι ίδιοι κάποτε; Πώς γίνεται να ξέχασαν τόσο εύκολα τι σημαίνει να ‘σαι παιδί;
Κι όμως, έχουν κι εκείνοι ένα κομμάτι του εαυτού τους που έμεινε παιδί, κι ας μην το δείχνουν παρά μόνο εκεί που αισθάνονται ασφαλείς. Ίσως να ‘ναι σκληροί κι αυστηροί μαζί σου και να στα λένε όλα αυτά για να σε προστατεύσουν. Από τι όμως; Αφού όλοι μας έχουμε αυτό το κομμάτι, γιατί να μην το βγάλουμε προς τα έξω; Τι φοβόμαστε; Γιατί να μη μείνουμε για πάντα αυθόρμητα πιτσιρίκια;
Θα ήταν τόσο ωραία αν μέναμε όλοι παιδιά, όπως τότε. Κάθε βράδυ θα διαβάζαμε παραμύθια και θα υποδυόμασταν τον αγαπημένο μας ήρωα, χωρίς να περιμένουμε τις απόκριες για να το κάνουμε αυτό. Θα κάναμε συνέχεια σκανταλιές, έχοντας αυτή τη δικαιολογία της ηλικίας και δε θα υπήρχε κανένας να μας βάλει τιμωρία, γιατί στην ουσία δε θα κάναμε τίποτα κακό. Θα πειράζαμε τους διπλανούς μας, τους φίλους μας, τους –και καλά– εχθρούς μας, ξέροντας πως δε θα θυμώσουν -ή ακόμα κι αν θύμωναν, δε θα ‘χαμε αυτή τη φωνούλα μέσα στο κεφάλι μας, που λέγεται «εγωισμός», να μας εμποδίζει να τους αγκαλιάσουμε και να ζητήσουμε συγγνώμη. Ως διά μαγείας όλα θα περνούσαν με μια αγκαλιά και μια συγγνώμη, τόσο απλά.
Θα κάναμε κατασκευές, θα παίζαμε όλη μέρα μέχρι να βραδιάσει και να πέσουμε στο κρεβατάκι μας, ίσα για να ανακτήσουμε δυνάμεις, και την επομένη, πάλι τα ίδια και περισσότερα. Θα ζωγραφίζαμε τα τετράδια, τα μπλοκ, ακόμα και τους τοίχους, χωρίς να μας λέει κανένας τίποτα. Θα σχεδιάζαμε έναν κόσμο πολύ πιο χρωματιστό, πολύ πιο όμορφο.
Όμως τον κόσμο αυτό αντί να τον ομορφύνουν, προσπάθησαν οι πολλοί απλώς να τον φέρουν στα μέτρα τους, και κυριάρχησε η ιδέα πως για να ‘σαι ευτυχισμένος, ευχαριστημένος κι επιτυχημένος, πρέπει να γίνεις καλύτερος απ’ τους άλλους. Έτσι ήρθαν οι ευθύνες, οι τιμωρίες, οι μηδαμινές ανταμοιβές στις καλές πράξεις για τους άλλους πέραν του εαυτού μας, κι άλλα πολλά.
Φτάσαμε στο σημείο να ‘χουμε όλοι ένα παιδί μέσα μας, μόνο και δυστυχισμένο, χωρίς να του επιτρέπουμε να βγαίνει προς τα έξω, γιατί για να επιβιώσεις πρέπει να πατήσεις πάνω στον άλλο, πάνω στις αδυναμίες του, πάνω στο παιδί που κρύβει μέσα του. Να κάνεις τα πάντα για να μοιάσεις με όλους για να γίνεις αποδεκτός. Αλλιώς τελείωσες…
Μα, όσο κι αν κάνουμε πως το ξεχνάμε, αυτήν την αθώα κι ανέμελη πλευρά του εαυτού μας, δεν την έχουμε πάντα κρυμμένη. Υπάρχουν στον κόσμο κι άλλοι που έχουν ένα κομμάτι φυλαγμένο, ίδιο ακριβώς με το δικό σου. Ακόμα και να μην έχετε ιδέα ο ένας για την ύπαρξη του άλλου, έλκεστε σαν μαγνήτες μέχρι που τελικά κολλάτε μια και καλή. Δεν κρύβεστε πια, όχι όσο είστε μαζί, τότε γίνεστε και πάλι εκείνα τα απείθαρχα γελαστά πιτσιρίκια…
Γιατί, στην τελική, έτσι είναι φτιαγμένος ο κόσμος μας, όσο κι αν προσπαθούμε να τον αλλάξουμε. Δεν άφησε τίποτα στην τύχη. Σαν τα παραμύθια∙ δε θα είχαν ωραίο τέλος, αν ήταν εξαρχής όλα εύκολα…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη