Σε πιάνει κι εσένα ώρες-ώρες αυτή η ανεξήγητη υπερένταση, αυτή η νευρικότητα, αυτό το κάτι που δε σ’ αφήνει να κάτσεις ήσυχα σ’ ένα μέρος; Για εκείνες τις περίεργες φάσεις της μέρας λέω, που υπάρχει ένα μικρό κενό ανάμεσα σ’ αυτά που θέλεις και αναζητάς ή για τις στιγμές που σου λείπει κάτι ή κάποιος/α. Δεν μπορείς να ησυχάσεις, πηγαίνεις πάνω κάτω σ’ όλο το σπίτι μέχρι να πονέσουν τα πόδια σου -αλλά ακόμα και τότε θα συνεχίσεις γιατί δε θες να σταματήσεις, γινόμαστε τελικά πολύ μαζοχιστικά πλάσματα κάποιες φορές. Θες κάτι να κάνεις, με κάτι να ασχοληθείς. Ας είναι και τρεις το βράδυ, ξεσηκώνεις το σπίτι ολόκληρο και κάνεις γενική. Γιατί; Γιατί δε βρήκες τίποτα καλύτερο να κάνεις.
Κι αφού τελειώσεις και κάτσεις να χαλαρώσεις, σκέφτεσαι λίγο και να το πάλι… πετάγεται στο μυαλό σου αυτό το κάτι που λείπει. Τι ωραία που θα ήταν όλα αν το είχες. Ό,τι κι αν είναι αυτό. Το κενό για να υπάρχει, πάει να πει πως είτε είναι μεγάλο είτε μικρό, κάνει μεγάλη διαφορά. Δε λέει να φύγει κι όσο το σκέφτεσαι, τόσο μεγαλώνει στα μάτια σου. Ριζώνουν τα πόδια σου και αδρανοποιείσαι. Δε θες να κουνήσεις ούτε βλέφαρο να κοιτάξεις τι ώρα πήγε ή πόση ώρα απλά κοιτάς το πάτωμα χωρίς να κάνεις τίποτα άλλο. Ζημιά που κάνει το άτιμο.
Ξαφνικά αποδέχεσαι την ύπαρξή του, βάζεις σειρές και ταινίες να παίζουν η μία μετά την άλλη στην οθόνη του υπολογιστή σου, λες και προσπαθείς απεγνωσμένα να βρεις εκεί μέσα το κομμάτι που λείπει. Νομίζεις πως αν το βρεις, μπορείς να το πάρεις και να γεμίσεις το δικό σου κενό; Μα τι κάθεσαι και κάνεις;
Δεν έπρεπε εξαρχής να το σκεφτείς. Όμως ό,τι θέλει σε κάνει. Παίρνεις τους δρόμους, περπατάς κι όπου σε βγάλει. Δε σε νοιάζει πού, αρκεί να κοιτάς το δρόμο μη τυχόν και παραπατήσεις. Έτσι λες στον εαυτό σου, δηλαδή, για να ‘χει κάτι να σκέφτεται. Μα δε λέει να σε πιστέψει. Υπάρχει ακόμα ένα μικρό κενό εκεί, μην το ξεχνάς. Άλλωστε από αυτό θες να ξεφύγεις και κάνεις τα πάντα για να ξεχαστείς. Δεν έχει σημασία αν είναι κάτι ή κάποιος. Την ίδια ζημιά κάνει.
Παίρνεις στο κινητό τον πρώτο που θα βρεις. Όποιος και να ‘ναι. Μα δε θα συζητήσεις αυτό που σε τυραννά. Θα ακούς με όλη σου την προσοχή όσα έχει να πει και θα συμμετέχεις στη συζήτηση. Κι ας πονοκεφαλιάσεις στο τέλος, δεν πειράζει, αρκεί να ξεχαστείς. Κι αν δεν πιάσει; Μίλα. Τόσα έκανες, εκεί θα κολλήσεις; Δε νομίζω. Κι αν δεν πιάσει ούτε αυτό, δεν πειράζει. Αντίδραση της στιγμής ήταν. Ό,τι έγινε, έγινε.
Και πάμε πάλι. Όλα απ’ την αρχή.
Βγαίνεις για ποτό. Με παρέα ή χωρίς, δεν έχει σημασία. Βγαίνεις, πίνεις και χορεύεις. Όλα φαίνονται θολά και κάποια άγνωστα, μακρινά. Τελικά κάνει τη δουλειά του το ποτό. Για μια στιγμή ξεχνάς τα πάντα. Περνάς καλά και μόνο αυτό μετράει. Μα το ποτό αγγίζει τώρα εκείνες τις χορδές που οδηγούν σ’ εκείνο το κομμάτι που λείπει -αχ το άτιμο το ποτό πάλι σε μπελάδες σε βάζει.
Κουράστηκες ε; Κάθισε να ξαποστάσεις, γιατί θα έχεις κενό και στις αντοχές σου σε λίγο. Κι εκεί πάλι σκέφτεσαι. Βουτάς μέσα στο κενό και γίνεσαι κομμάτι του. Έχει εικόνα, ακόμα και πρόσωπο σε κάποιες περιπτώσεις. Σε πονά που δεν το έχεις. Σου λείπει, το λαχταράς το ξέρω. Μα δεν έρχεται και το τέλος του κόσμου. Για λίγο κρατά το πήγαινε-έλα της έντασης και της αδράνειας. Συνήθως όσο εσύ το αφήνεις.
Όπως σε κούρασε στην αρχή το πάνω-κάτω σ’ όλο το σπίτι, έτσι και αυτό το πήγαινε-έλα κάποια στιγμή θα σταματήσει όταν κουραστείς. Ας είναι. Ας φτάσουμε μια στο τόσο από το ένα άκρο στο άλλο σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Ποιος μας εμποδίζει; Μονάχα ο εαυτός μας. Δεν είπαμε πως είμαστε και λίγο μαζοχιστικά πλάσματα; Ε! Τα θέλουμε και τα παθαίνουμε.
Θα το βρεις αυτό που λείπει. Πείσμωσες, το ‘βαλες στόχο και θα τα κατάφερεις. Αρκετά με τα παράπονα. Φτάνουν πια. Άλλωστε, πάντα θα μας λείπει κάτι. Πάντα θα αναζητάμε αυτό που δεν έχουμε είτε λίγο είτε πολύ κι ας μην το λέμε πουθενά. Σημασία έχει πόσο μπορούμε να παλέψουμε για να το αποκτήσουμε. Είστε έτοιμοι;
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.