Ξαπλώνω, βάζω ακουστικά, ακούω ένα απ’ τα αγαπημένα μου κομμάτια. Στο έχω αφιερώσει εξ ολοκλήρου -κι αυτό δηλαδή. Δεν υπάρχει κομμάτι για κομμάτι που να μη σου έχω αφιερώσει έστω έναν στίχο του.
Έχω ό,τι χρειάζομαι ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Γυρίζω το βλέμμα μου ψάχνοντας να σε βρω και νομίζω κάτι λείπει. Οπτικά τουλάχιστον. Λείπεις εσύ. Οπτικά και σωματικά. Γλιστράω απ’ το κρεβάτι, έτσι πιστεύω γιατί στην ουσία σηκώνομαι κανονικά ανάβοντας το μικρό φωτάκι. Αδιαφορώ για το αν ξυπνήσει κανείς. Αυτό που με νοιάζει είναι να βρεθώ κοντά σου. Τόσα χρόνια αυτό με νοιάζει μόνο. Να βρίσκομαι κοντά σου. Κι όμως όταν βρίσκομαι κοντά σε σένα αυτό που θέλω είναι να φύγω από σένα ξανά.
Δεν ξέρω αν στο έχω πει ποτέ. Με πνίγεις ώρες-ώρες. Με πνίγει το πολύ σου, γιατί ό,τι κι αν κάνεις σε σχέση με μένα είναι πολύ. Κι αυτό το πολύ με πνίγει, αλλά δεν μπορώ και μακριά του, μακριά σου δηλαδή. Καθιστή στον καναπέ μου γράφω για σένα, για μένα, για μας… Δεν ξέρω, τελικά υπάρχει αυτό το «εμάς»; Υπάρχει αυτό το «εμείς»; Ακόμα, μετά από τόσα χρόνια, δεν το έχω απαντήσει.
Σε κάθε μου δυσκολία τρέχω σε σένα. Δε μου λύνεις, βέβαια, τα προβλήματα. Απλώς έρχομαι σε σένα. Προφανώς νιώθω οικεία. Δε θα πω ασφαλής γιατί ασφαλής δεν ξέρω αν θα νιώσω ποτέ, αλλά σίγουρα οικεία.
Θυμάμαι να σε έχω πληγώσει άπειρες φορές στο παρελθόν. Ακόμα και τώρα το κάνω. Συνεχίζω. Δεν ξέρεις πόσο θέλω να αλλάξω αυτό το κομμάτι. Άμυνες εσύ, άμυνες εγώ, ιδού τα αποτελέσματα όμως.
Κάθε φορά που σε κοιτάζω, νομίζω χαμηλώνω το βλέμμα μου. Δεν αντέχω καν την οπτική επαφή μαζί σου. Απ’ τη μία είναι αυτό το συναίσθημα που μου βγάζεις και δεν μπορώ να το ελέγξω κι απ’ την άλλη αυτή η συγγνώμη που θέλω να σου πω τόσα χρόνια γι’ αυτά που κατά καιρούς σου έχω κάνει. Δεν ξέρω αν λεκτικά μια συγγνώμη, ωφελεί σε κάτι. Προσπαθώ να στη δείξω με πράξεις λοιπόν. Όποτε κατεβάζω το βλέμμα μου μπροστά σου.
Λατρεύω το όνομά σου, στο γραφείο έχω γεμίσει άπειρες κόλλες λευκές γράφοντας το όνομά σου καθημερινά. Ψύχωση θα λέγεται αυτό προφανώς. Θα το ψάξω κάποια στιγμή. Μου λείπεις απίστευτα. Δεν περιγράφεται. Κλείνω τα μάτια μου και μας βλέπω μαζί. Όχι αγκαλιά. Απλώς μαζί. Δεν με απασχολούν οι αγκαλιές. Με απασχολεί το «μαζί» όμως.
Αυτό το «μαζί» που από όσους έχω γνωρίσει μόνο εσύ μου το έχεις δώσει. Αυτό το οπτικό μαζί. Ανάμεσα σε χίλια άτομα να σε κοιτάζω και να με κοιτάζεις και να με κάνεις να θέλω να τρέξω πάνω σου, αλλά δε χρειάζεται. Έχω το βλέμμα σου και μου αρκεί. Είναι κάτι σαν σφραγίδα, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω.
Ανοίγω τα μάτια μου, κρατάω το συναίσθημα, γύρω μου ένα κενό. Βγαίνω στο μπαλκόνι, καπνίζω. Κοιτάζω τον ουρανό. Δε θα ευχηθώ να είσαι καλά όπου κι αν βρίσκεσαι ή ό,τι κι αν κανείς. Ξέρω όμως ότι υπάρχει ένας ουρανός, ένα φεγγάρι, αμέτρητα αστέρια κι ένας ήλιος και καθημερινά αντικρίζουμε αυτόν τον ουρανό. Τον ίδιο ουρανό, το ίδιο φεγγάρι, τον ίδιο ήλιο. Κι αυτό μου αρκεί. Είναι κάτι που χωρίς να το ξέρουμε το κάνουμε μαζί. Νομίζω είναι αρκετό για την ώρα. Θέλω να είναι αρκετό, γιατί είναι στο μόνο που υπάρχει το «μαζί».
Λογικά το πρωί θα μιλήσουμε. Μπορεί και να σε βρίσω αν με εκνευρίσεις. Μη σε απασχολεί όμως. Είναι η άμυνά μου. Πίσω από όλο αυτό κρύβεται ένα τεράστιο «σ’ αγαπώ» και σε θέλω δίπλα μου, μαζί μου, γύρω μου. Είσαι ένα απ’ τα μεγαλύτερα κεφαλαία της ζωής μου το οποίο διατηρώ ανοιχτό και πιστεύω θα συνεχίσω να το διατηρώ για όσο ζω, ίσως γιατί τελικά είναι το μόνο που με διατηρεί ζωντανή και μου δίνει αυτό το σπάνιο πλέον χαμόγελο στα χείλη μου.
Σε ευχαριστώ γι’ αυτό έστω κι αν δεν το ξέρεις. Το ξέρω εγώ, όμως, και μου είναι αρκετό.
Παρεμπιπτόντως το κομμάτι μου έχει τελειώσει εδώ κι ώρα. Αγαπημένο still loving you.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη