«2.910 κορίτσι. Να σου ζήσει κι εύχομαι να σου μοιάσει σε όλα, ακόμα και στην γκρίνια», είπε η μαία και μου την έδωσε αγκαλιά. Αυτό ήταν η αρχή για μια καταιγίδα ανάμεικτων συναισθημάτων. Συγκίνηση, αγάπη, λατρεία, πόνος, θλίψη, θυμός. Ήσουν το πρώτο πράγμα που ήρθες στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. Και το πρώτο μου ερώτημα. Πώς μπόρεσες;
Ένα χρόνο μετά ξεκίνησα να σε αναζητάω με όλα τα μέσα που μπόρεσα να βρω. Ήθελα πλέον να κλείσω αυτό το κεφάλαιο μέσα μου. Να δω το πρόσωπό σου. Να δω κατά πόσο σου μοιάζω. Αν και το πρώτο πράγμα που ήθελα να κάνω είναι να σου χτυπήσω το κεφάλι στον τοίχο. Ήμουν βέβαιη όμως ότι δεν πρόκειται να σε δω και να σε βρω ποτέ. Την ιστορία μου την ήξερα από νηπιακή ηλικία. Αισθανόμουν ότι δεν είχα κενά κι ερωτηματικά. Μόνο περιέργεια. Ήξερα ότι δεν είχες εμφανιστεί σε κανένα απ’ τα δικαστήρια. Ληξιαρχική πράξη γέννησης αγνώστου πατρός. Άρα γιατί να σε έβρισκα τώρα;
Τρία χρόνια αργότερα, χτύπησε το τηλέφωνό μου. «Είναι εδώ, τη βρήκαμε και ανυπομονεί να σας δει», είπε η κοινωνική λειτουργός που είχε αναλάβει την υπόθεσή μου και τον ρόλο της ψυχολόγου. Τρία χρόνια και δύο μέρες και σε είχα μπροστά μου. Τρία χρόνια μου πήρε να σε βρω. Τρία χρόνια και δύο μέρες για να δω τον άνθρωπο που με έφερε στη ζωή. Καθόσουν έκπληκτη και με κοιτούσες λες κι είχα κατέβει απ’ τον Άρη. Κι εγώ ένιωθα απέραντη γαλήνη. Μου ήσουν τόσο οικεία. Δεν είχα πλέον θυμό. Έκλαιγες συνεχώς και με άγγιζες όσο προσπαθούσες να δικαιολογήσεις τα αδικαιολόγητα, όσο εγώ προσπαθούσα να σε ηρεμήσω και να σου επιβεβαιώσω ότι είναι όλα καλά. Δε σταμάτησες να με χαϊδεύεις στο πρόσωπο και στα μαλλιά. Ξεκίνησες να κατηγορείς τον πατέρα σου, τη μητέρα σου, τα αδέλφια σου. Με πήραν απ’ τα χέρια σου όσο κοιμόσουν. Με είχες για νεκρή όλα αυτά τα χρόνια. Θυμάμαι να σου λέω ό,τι έγινε, έγινε. Δεν κρατάω κακία σε κανέναν και δε θέλω να κατηγορούμε κανέναν που δεν είναι παρών και δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Δε με ένοιαζε κιόλας. Αυτό που ήθελα εγώ το πήρα. Να σε δω και να μάθω και το όνομα πατρός. Σωκράτης. Τουλάχιστον είχε ωραίο όνομα. Όπως κι εσύ. Άννα.
Μου έδωσες το τηλέφωνό σου να σε πάρω για να συναντηθούμε ξανά. Η συνάντησή μας ήταν σύντομη. Κι έτσι έπρεπε να γίνει. Ήθελες κι’ άλλο χρόνο μαζί μου. Το καταλαβαίνω. Εγώ όμως ήμουν πλέον καλυμμένη κι ολοκληρωμένη. Τέσσερα χρόνια μετά δε σε έχω πάρει. Το χαρτάκι με το τηλέφωνό σου και τα γράμματά σου το έχω ακόμα στην τσάντα μου. Δεν το έβγαλα ποτέ. Το σκέφτομαι συχνά, αλλά δεν το έχω κάνει. Δεν έχω κάτι άλλο να σου πω. Σου μίλησα για τη ζωή μου όταν σε είδα, τους γονείς μου. Ειρωνεία; Μιλούσα στη βιολογική μου μητέρα, για τη μαμά μου. Για τη μαμά και τον μπαμπά της καρδιάς. Μου μίλησες κι εσύ για τη ζωή σου. Τις απόπειρες αυτοκτονίας που είχες κάνει, για το πώς έφτιαξες ξανά τη ζωή σου. Για τα νέα σου παιδιά. Μου είπες να έρθω να σε βρω στο νησί. Να με συστήσεις σε όλους. Δεν είναι όμως έτσι απλά τα πράγματα και το ξέρεις. Δε γίνεται να αναστατώσουμε τη ζωή όλων για κάτι που έγινε στο παρελθόν. Οπότε αυτό θα είναι το μυστικό μας. Καλό είναι να μη το αποκαλύψουμε. Εξάλλου σε έχω συγχωρέσει προ πολλού. Προφανώς και πέρασες πολλά. Όπως πέρασα κι εγώ πολλά. Δεν μπορώ όμως να σε αγαπήσω και να αισθανθώ κάτι για σένα. Μου είσαι παντελώς άγνωστη κι ας μοιραζόμαστε το ίδιο αίμα.
Ακόμα βέβαια έχω δρόμο μπροστά μου. Έκλεισα το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ζωής μου, αλλά άνοιξα νέο. Πλέον κατάλαβα κι αποδέχτηκα τον χαρακτήρα μου. Δεν περίμενα να μην έχει αφήσει κατάλοιπα όλη αυτή η ιστορία. Δεν εμπιστεύομαι εύκολα, δεν ανοίγομαι και φυσικά δεν αφήνομαι εύκολα. Έως και καθόλου θα έλεγα. Σε εσένα οφείλεται αυτό. Δεν θα πω εξαιτίας σου γιατί ακούγεται κι είναι σκληρό. Θέλω. Αλλά δεν μπορώ. Το δουλεύω όμως γιατί είναι κάτι που το θέλω πραγματικά. Δεν μπορώ να διώχνω τους πάντες από γύρω μου πλέον. Φοβάμαι μήπως τους χάσω. Φοβάμαι μήπως τους πληγώσω και με πληγώσουν. Αποφασίζω να μη δεθώ με κανέναν. Έγινα πιο σκληρή και πιο απρόσιτη. Ελάχιστοι με έχουν πλησιάσει επειδή το επέτρεψα, αλλά κι αυτοί μέχρι ένα σημείο. Όλα αυτά τα επεξεργάζομαι και τα δουλεύω μέσα μου, μόνη μου. Από σένα θέλω να κρατήσω τα καλά. Θα κρατήσω το πιο δυνατό σου σημείο. Αυτό που μας ενώνει. Μου έδωσες ζωή και σε ευχαριστώ αλλά πρέπει να προχωρήσω. Εύχομαι να το κάνεις κι εσύ κάποια μέρα και να θυμάσαι τα τελευταία μου λόγια προς εσένα. «Όταν παίρνουμε μία απόφαση εμείς οι γονείς για τα παιδιά μας, εκείνη τη χρονική στιγμή θεωρούμε ότι κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε κι είναι η πιο σωστή, έστω κι αν αργότερα ή μετά από χρόνια το μετανιώσουμε. Μην κρατάμε κακίες λοιπόν και ας αφήσουμε το παρελθόν να μας διδάξει».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη