Μετά από ένα δεκάωρο meeting μπήκα στο αυτοκίνητο έχοντας χάσει εντελώς τον προσανατολισμό μου. Κατεβάζω το παράθυρό μου και ρωτάω πώς θα βγω παραλιακή. Εσύ στο πίσω αυτοκίνητο μόλις ξεπάρκαρες και μου ζήτησες να σε ακολουθήσω. Κάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησε η γνωριμία μας. Είμαι της παλιάς κοπής, βλέπεις, εγώ. Αν και περιτριγυρισμένη απ’ την τεχνολογία, τη χρησιμοποιώ ελάχιστα.
Προτιμώ τις ανθρώπινες επαφές κι όχι την επαφή με ένα πληκτρολόγιο. Όπως λένε και στο χωριό μου, ρωτώντας πας στην πόλη. Στο τέλος της διαδρομής δε δίστασα να σε ευχαριστήσω και εσύ δε δίστασες να μου δώσεις τη τηλέφωνό σου. Μία εβδομάδα αργότερα σου τηλεφώνησα και κάπως έτσι εξελίχθηκε όλο αυτό σε ένα απ’ τα ωραιότερα ειδύλλια που είχα ποτέ.
Ναι, η τεχνολογία μας λύνει τα χέρια και μας διευκολύνει στην καθημερινή μας ζωή. Αλλά δυστυχώς μας κάνει πιο απόμακρους, πιο ξένους μεταξύ μας. Το να μπαίνω στο αμάξι και να χάνομαι μαζί σου σε ατελείωτες βόλτες ήταν ό,τι πιο αναζωογονητικό μπορούσα να έχω και να κάνω μετά από δώδεκα ώρες κλεισμένη μέσα στο γραφείο. Ήταν η ψυχοθεραπεία μας. Τα περισσότερα βράδια κάναμε βόλτες δίπλα στη θάλασσα. Εκεί σου ζητούσα κάθε φορά να με πας. Εκεί ηρεμούσα με σένα δίπλα μου.
Θυμάμαι τότε που μας είχαν καλέσει σε ένα ρεβεγιόν πρωτοχρονιάς και φτάσαμε αφού άλλαξε ο χρόνος; Είχαμε χαθεί. Και ποιον να βρεις να ρωτήσεις μέσα στη νύχτα. Το βρήκαμε όμως. Πάντα βρίσκαμε τον προορισμό μας ανεξάρτητα απ’ τη διαδρομή. Με κορόιδευες συχνά πώς γίνεται να μη χρησιμοποιώ gps. Και πάντα σου απαντούσα με τον ίδιο τρόπο. Αφού είχα εσένα δίπλα μου δε φοβόμουν να χαθώ. Εξάλλου και να χαθώ, θα ρωτήσω. Όλα είναι μέσα στη ζωή.
Δε θα ξεχάσω εκείνο το βράδυ στο νησί που μας περίμεναν οι φίλοι μας για φαγητό σε ένα εστιατόριο πάνω σε κάτι βουνά και λαγκάδια. Είχαμε τόση διάθεση εκείνη τη νύχτα που σταμάτησες κάπου απόμερα και καταλήξαμε να βγάζουμε τα μάτια μας μέσα στο αυτοκίνητο. Φτάσαμε με μία ώρα καθυστέρηση κι αναψοκοκκινισμένοι. Δε σταματήσαμε να γελάμε όλο το βράδυ. Πάντα χρησιμοποιούσαμε την ίδια δικαιολογία. «Χαθήκαμε στο δρόμο». Αυτό συνηθίζαμε να λέμε σε όλους. Αλλά εμείς μέσα μας ξέραμε πως απλώς απολαμβάναμε την κάθε στιγμή μας σε κάθε ευκαιρία. Ζούσαμε αυθόρμητα και ξέγνοιαστα.
Το καλοκαίρι πέρασε κι εμείς σταματήσαμε να χανόμαστε πια όπως συνηθίζαμε. Πλέον ξέραμε από ποιο στενό θα στρίψουμε, ποιον δρόμο θα ακολουθήσουμε. Γνωρίζαμε από πριν σε πόση ώρα θα φτάσουμε. Δεν είχαμε πλέον τη κλασική μας δικαιολογία του «χαθήκαμε στο δρόμο». Κάπως έτσι ξεκινήσαμε να χάνουμε εμάς. Σε έπιασα ένα βράδυ να κοιτάζεις το ιστορικό που κρατούσε στη μνήμη του το gps. Ουσιαστικά έλεγχες τις διαδρομές μου της περασμένης εβδομάδας. Εκείνης της εβδομάδας που είχα πάλι πολλή δουλειά στο γραφείο κι αργούσα να επιστρέψω σπίτι. Για την ακρίβεια, πίστευες ένα μηχάνημα κι όχι εμένα που σου έλεγα πόσο κουρασμένη είμαι.
«Σε εκατό μέτρα στρίψτε δεξιά» είπε μια γυναικεία φωνή, κι εσύ έστριψες. Εγώ ανέμελη κοιτούσα έξω απ’ το παράθυρο ακούγοντας “Fairytale gone bad” και σιγοτραγουδούσα με τον ήλιο να με γαργαλάει. Κάπου εκεί σκέφτηκα πόσο όμορφη ημέρα ήταν και πόσο θα ήθελα να πάμε μία βόλτα στη θάλασσα, αλλά οι οδηγίες της πανέμορφης φωνής μας έστελναν προς άλλη κατεύθυνση. Πολύ κρίμα.
Σου ζήτησα να χαμηλώσεις τη φωνή με τις οδηγίες, να μιλήσουμε, να τραγουδήσουμε, να επικοινωνήσουμε, όπως κάναμε παλιά, αλλά εσύ παρέμεινες πιστός στις οδηγίες του gps. Τυφλή υπακοή. «Φτάσατε στον προορισμό σας» είπε η φωνή κι ακούστηκε ο ήχος απ’ το χειρόφρενο. Γύρισες, με κοίταξες και με ρώτησες τι έχω. «Τίποτα», απάντησα και βγήκα απ’ το αμάξι κλείνοντας την πόρτα με έναν αναστεναγμό.
Εγώ πάντως, να ξέρεις, την ήθελα εκείνη τη βόλτα μαζί σου στη θάλασσα ακόμα κι αν χανόμασταν μετά, ακόμα κι αν αργούσαμε στο ραντεβού μας. Θα βρίσκαμε τρόπο επιστροφής -όπως κάναμε κάθε φορά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη