Βρίσκεσαι στον δρόμο προς το σπίτι σου, κατάκοπος πλέον από την κούραση της μέρας, 11 η ώρα τη νύχτα. Το αμάξι στον αυτόματο πιλότο, ξέρει πια μόνο του πού να πάει, λες κι έχει κάνει την απαραίτητη χαρτογράφηση βάσει χιλιομέτρων και συντεταγμένων. Δυο στενά πιο κάτω, σε πιάνει κόκκινο και σαν καλός πολίτης κι οδηγός περιμένεις υπομονετικά κι ας μην κυκλοφορεί στον δρόμο ψυχή. Χαζεύεις λίγο στο κινητό σου και ρίχνεις κλεφτές ματιές στο φανάρι πότε θα σου επιτρέψει ν’ αγκαλιάσεις το κρεβάτι σου. Μέχρι που νιώθεις ένα δυνατό χτύπημα στο τζάμι του συνοδηγού. Ένας άντρας κοντά στα 50 φωνάζει κι ωρύεται δίπλα σου χωρίς να καταλαβαίνεις τι συμβαίνει. Κίνηση αυτόματη η ασφάλεια από μέσα, ενώ ανοίγεις το παράθυρο. Άμα είσαι και λίγο ευσυνείδητος άνθρωπος, λες «να βοηθήσω, μπορεί κάτι να συνέβη».
Κι εδώ είναι που σου σκάει όλη η αγένεια κι η οργή στα μούτρα γιατί σε είδε να κοιτάς το κινητό σου σταματημένος στο φανάρι κι αποφάσισε να σε βάλει στη θέση σου αφού «κάτι τέτοιοι σαν εσένα σκοτώνετε τα παιδιά του». Επισημαίνεις ότι μπορείς να δεις το κινητό σου δυο λεπτά στο αμάξι εφόσον δε βρίσκεσαι εν κινήσει, δεν απαγορεύεται από τον ΚΟΚ. Κι αφού ξεπεράσεις το πρώτο σοκ, συνήθως η πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό σου είναι να αντιδράσεις. Ν’ απαντήσεις ότι δεν έκανες τίποτα κακό, ότι δε δέχεσαι να σου μιλάει ένας άσχετος μ’ αυτόν τον τρόπο, να υπερασπιστείς κάπως τον εαυτό σου σ’ αυτή την κοινωνία γιατί για ακόμα μια φορά συμβαίνει κάτι άδικο. Να τραβήξεις χειρόφρενο και να τον αντιμετωπίσεις. Να κατέβεις από το αμάξι, αν χρειαστεί. Αντ’ αυτού, βάζεις πρώτη και φεύγεις. Είτε σου συνέβη αυτό ακριβώς, είτε κάτι αντίστοιχο.
Αποφασίζεις να μην ασχοληθείς. Για να σου φωνάζει ένας άγνωστος μέσα στον δρόμο, σχεδόν μεσάνυχτα, δε λες πως είναι και τέρας εσωτερικής γαλήνης. Από πότε όμως κάναμε αποδεκτή τη φυγή κι όχι την αντίδραση, ειδικά σε περιπτώσεις που έχουμε δίκιο; Από πότε σταματήσαμε να μιλάμε και τραβάμε τον δρόμο μας σε αντίστοιχες καταστάσεις; Από πότε η αγένεια κι η παρέμβαση ακολουθείται από σιωπή;
Η ψυχική υγεία στο μικροσκόπιο λοιπόν, καθώς έρευνες έχουν δείξει ότι έχει επιδεινωθεί δραματικά τα τελευταία δέκα χρόνια με την κατάθλιψη να σημειώνει αύξηση της τάξεως του 50% και τις τάσεις αυτοχειρίας, του 60%. Αιτία αυτών η μοναξιά, το στρες και η παραπληροφόρηση. Ως αποτέλεσμα, ακολουθεί η καλλιέργεια συναισθημάτων ανικανότητας, απομόνωσης, κατωτερότητας. Από την άλλη, η γενιά των 40-50 αποτελεί μια γενιά που σχεδόν δε γνωρίζει ή δεν αποδέχεται τον όρο ψυχική υγεία, καθώς διαμορφώθηκε κι εξελίχθηκε χωρίς να αναγνωρίζει και να εξετάζει τα συναισθήματά της. Αντιθέτως έμαθε να κρύβει τα προβλήματά της κάτω από το χαλάκι και να προχωράει παρακάτω, χωρίς να τα επιλύει. Λειτουργεί με ένστικτο, δεν εκλογικεύει καταστάσεις και συσσωρεύει καταπιεσμένα συναισθήματα με αποτέλεσμα αυτά να εκφράζονται ως εκρήξεις θυμού ή σπασμωδικές κινήσεις σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, χωρίς φυσικά να υπολογίζουμε πολλές φορές την αξία του συνανθρώπου.
Προφανώς κι η σύνδεση ανάμεσα στις δυο γενιές είναι αναπόφευκτη. Αν κάνεις σωστά τα μαθηματικά, όλοι αυτοί για τους οποίους μιλάμε, είναι οι γονείς μας, οι θείοι μας, οι καθηγητές στα σχολεία μας. Είναι οι άνθρωποι εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για την καθολική μας διαμόρφωση. Οι άνθρωποι εκείνοι που μας έμαθαν τις αξίες που έχουμε, που μας έμαθαν να συμπεριφερόμαστε, να μιλάμε και να υπάρχουμε ως προσωπικότητες. Μήπως λοιπόν φταίει για την τραγική κατάσταση των νεότερων, η ανεξερεύνητη και συνήθως κάκιστη ψυχική υγεία των μεγαλύτερων; Μήπως τα social media, που συχνά δείχνονται με το δάχτυλο, απλώς ανέδειξαν το πρόβλημα, δίνοντας πρόσβαση σε ζωές και κλειστές πόρτες, καταδεικνύοντας τα κακώς κείμενα που υπάρχουν πίσω από αυτές;
Η διαφοροποίηση φαίνεται κυρίως στην αντιμετώπιση ευαίσθητων θεμάτων όπως ο ρατσισμός, η ύπαρξη σεξουαλικού προσανατολισμού και η ελευθερία λόγου. Ένας στους τρεις νέους ανθρώπους επιλέγει έστω μία φορά στη ζωή του να συζητήσει με κάποιον ψυχολόγο. Ως συμπέρασμα δεν έρχεται ότι η νέα γενιά έχουμε περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα από τις υπόλοιπες. Εμείς απλώς αποφασίσαμε να τα κοιτάξουμε στα μάτια και να τ’ αντιμετωπίσουμε, εξαλείφοντας τα προηγούμενα λάθη. Εμείς απλώς αποφασίσαμε να προχωρήσουμε με την κατανόηση πως μόνο διορθώνοντας τον εαυτό μας, μπορούμε να βοηθήσουμε και τους άλλους. Κι έχουμε δρόμο ακόμη, όμως δεν κάναμε ποτέ αποδεκτή τη φυγή. Βάζουμε πρώτη και φεύγουμε, γιατί θέλουμε να προσπαθήσουμε επιτέλους να μη βασιζόμαστε στο ξέσπασμα. Ίσως, απλώς αποφασίσαμε, επιτέλους, να σηκώσουμε το ρημάδι το χαλάκι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου