Αν είσαι κοντά στη δική μου γενιά -ας μην το αναλύσουμε αυτό το κομμάτι εκτενέστερα, έχουμε πει, αρχές 90s- κατά πάσα πιθανότητα βρίσκεσαι σε μια φάση της ζωής σου όπου έχεις καταλήξει στο τι θα κάνεις επαγγελματικά. Στο περίπου. Το σίγουρο όμως είναι πως έχεις αφιερώσει πολύ από τον προσωπικό σου χρόνο ανά τα έτη και πολλά από τα ψυχικά και σωματικά σου αποθέματα για να καταφέρνεις μέχρι τώρα να βγάζεις τα προς το ζην. Με μεγάλη αποτυχία.
Σίγουρα φταίνε οι εποχές που ζούμε, δεν αντιλέγω. Δε γεννηθήκαμε όλοι στο ένδοξο και ορθόδοξο ΠΑΣΟΚ. Μπορώ να σου απαριθμήσω 3-4 διαφορετικά είδη κρίσεων που έχω περάσει στα χρόνια που ζω, εγώ προσωπικά. Οικονομική κρίση, υγειονομική κρίση, ενεργειακή κρίση τώρα, φαντάζομαι θα έχει κι άλλη ποικιλία το μενού- είναι όλο εκπλήξεις. Με λίγη οικονομία, λίγο κουμάντο μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα, έτσι μας λένε για να μην πέφτουμε από τα μπαλκόνια. Εδώ τα βγάλαμε πέρα στον πόλεμο, θα σου πει η γιαγιά σου, με ψωμί και λάδι. Μην κλαίγεσαι. Κι αν μιλήσεις με εργοδότη, θα σου πει ότι δουλειές υπάρχουν, δε θέλουν να δουλέψουν σήμερα τα νέα παιδιά. Και τα όνειρά μας; Πού πήγαν τα όνειρά μας; Από πότε ο σκοπός της ζωής μας είναι “να τα βγάλουμε πέρα”;
Μεγαλώσαμε με το “γιατρός να γίνεις ή δικηγόρος ή έστω να μπεις στο δημόσιο, να τακτοποιηθείς”. Κανείς δε μας μίλησε ποτέ για την αυτοπραγμάτωσή μας και τι συμβαίνει μετά την τακτοποίηση. Κανείς δεν ασχολήθηκε με την ικανοποίηση εκείνη που παίρνεις όταν κάνεις καλά μια δουλειά που αγαπάς. Την αίσθηση εκείνη της πληρότητας που προκύπτει από το να έχουν αντίκρυσμα οι ψυχικές και σωματικές σου δυνατότητες, όταν τελειώνει η μέρα και ξαπλώνεις επιτέλους στο πολυπόθητο κρεβάτι σου, κάνοντας τον απολογισμό σου. Το θέμα είναι αν επιλέγουμε λανθασμένη επαγγελματική αποκατάσταση καθώς -εκπαιδευτικά μιλώντας- δεν εμβαθύνουμε στις μεμονωμένες δυνατότητες του κάθε ατόμου αλλά χτίζουμε σωρηδόν πλάσματα με γενικές γνώσεις, ή αν δεν έχουμε εν τέλει επιλογή καθώς -οικονομικά μιλώντας- ξεζουμιζόμαστε στις θεσούλες εκείνες που μας αποπνέουν μια λανθασμένη σιγουριά για το επερχόμενο μέλλον.
Σαφώς, κομμάτι της πίτας παίρνει κι η νοοτροπία που μας διακατέχει. Ένα από τα βίτσια μου τελευταία, είναι να ρωτάω τους ανθρώπους που γνωρίζω τι επάγγελμα θα έκαναν αν είχαν απεριόριστες δυνατότητες στην επιλογή του και δεν τους ανάγκαζε το βιοποριστικό κομμάτι να το απορρίψουν. Ούτε ένας δε μου απάντησε μέχρι ώρας το επάγγελμα που κάνει στην παρούσα φάση της ζωής του και -πιστέψτε με- ρωτάω αρκετό καιρό. Οι περισσότεροι θέτουν ως παράγοντα απόρριψής του την οικονομική ανασφάλεια. Συναντώ όμως και πολλούς ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται να ψαχτούν παραπάνω από το προφανές, δεν έχουν τη διάθεση, οπότε μένουν στο “δεν ξέρω”.
Δεν κρίνω τους ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρει να εξελιχθούν, ο καθένας μας έχει συγκεκριμένες βλέψεις για τον εαυτό του κι έχει κάθε δικαίωμα σ’ αυτό. Κρίνω όμως τους ανθρώπους που, ενώ θέλουν την εξέλιξη, τα παρατούν και δεν παλεύουν να γίνουν κάθε μέρα ο καλύτερος δυνατός εαυτός τους, γιατί βολεύονται σε μια συνθήκη που ουσιαστικά δεν τους ικανοποιεί. Τους κρίνω γιατί μέσα απ’ αυτούς κρίνω κι εμένα, όταν είναι λίγο πιο δύσκολο να συμβεί. Αντί να διαθέσουμε την ενέργειά μας στην αλλαγή, τη διαθέτουμε στην γκρίνια.
Θαυμάζω αντίθετα τους ανθρώπους που σηκώνουν το κεφάλι και μέρα με τη μέρα βάζουν ένα ακόμα λιθαράκι χτίζοντας τον δρόμο προς τη δική τους αυτοπραγμάτωση. Ανθρώπους που σπουδάζουν στα 40 γιατί η γνώση κι η εξέλιξή τους δεν έχει ταβάνι. Παιδιά σε μικρές ηλικίες που μπαίνουν γρήγορα στο παιχνίδι του επιχειρείν στήνοντας ή αναλαμβάνοντας εταιρείες γιατί πιστεύουν στις δυνατότητές τους και θεωρούν ότι μπορούν ν’ αφήσουν ένα ισχυρό αποτύπωμα στον επαγγελματικό χώρο που δραστηριοποιούνται. Αν έχεις μιλήσει μαζί τους, θα τους ξεχωρίσεις από τη λάμψη που έχουν τα μάτια τους κάθε φορά που τους ρωτάς τι επάγγελμα κάνουν ή πώς σκέφτονται να το εξελίξουν.
Κάποτε μια φίλη μου είπε: “Να τα φοβάσαι τα υποκοριστικά, θεσούλα, ζωούλα, σπιτάκι. Πάρα πολύ μιζέρια κρύβουν από κάτω.” Κι είχε δίκιο. Τα υποκοριστικά μάς οδηγούν μόνο στην επιβίωση. Για όποιον, τώρα, νομίζει ότι σκοπός της ύπαρξής μας είναι απλώς να επιβιώσουμε μέχρι να φτάσουμε ταλαίπωροι στο τέλος, λυπάμαι που δε βρέθηκε τίποτα να τον πείσει για το αντίθετο. Η ζωή δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα υπέροχο παιχνίδι, που το μόνο βέβαιο είναι ότι κάποια στιγμή φτάνει στο τέλος του. Μέσα από ρίσκα κι εμπειρίες μαζεύεις ενέργεια για να περάσεις κάθε πίστα. Κι όπως σε κάθε παιχνίδι, πίστα στην πίστα, φτάνεις στον αρχηγό και σκοπός είναι να τον κερδίσεις. Τώρα, αν επιλέγουμε να παίζουμε ξανά και ξανά την ίδια πίστα, είναι άλλο θέμα.
Εγώ, πάντως, θέλω να δω εκείνο το “YOU WIN” με τα πολύχρωμα γραμματάκια που βγάζει στο τέλος η οθόνη και να λάμψουν τα δικά μου μάτια, που επιτέλους κέρδισα. Γιατί είναι πολύ ωραίο συναίσθημα να κερδίζεις, πρώτα απ’ όλα στη ζωή που σου χαρίστηκε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου