Λένε πως ο τρόπος που επιλέγεις να χωρίσεις τον σύντροφό σου και να τελειώσεις την οποιαδήποτε σχέση σας, δείχνει πόσο τον αγάπησες ή στην τελική πόσα ένιωσες για εκείνον. Στην πλειοψηφία τους οι σχέσεις τελειώνουν με κάπως έντονο τρόπο, παρά φιλικό, ειδικά όταν ο ένας από τους δύο δεν το περίμενε. Κι ας λένε πως σ’ έναν χωρισμό φταίνε και οι δύο, κάνεις δε διευκρινίζει το πόσο φταίει ο καθένας. Φταίει πιο πολύ εκείνος που αποφασίζει να φύγει ή εκείνος που απλώς είχε την εντύπωση πως όλα πήγαιναν καλά;
Τα σημάδια ότι μια σχέση οδεύει στο τέλος της φαίνονται αρκετό διάστημα πριν όντως συμβεί αυτό. Είναι πολύ δύσκολο να πάρει κανείς αυτή την απόφαση, οπότε τη χτίζει μέσα του. Συνήθως εκείνον που φεύγει πρώτος, τον έχουμε στο μυαλό μας ως τον άκαρδο κι ανίκανο να παλέψει για τη σχέση μας. Σίγουρα υπάρχουν κι αυτές οι περιπτώσεις εγώ όμως είναι κι εκείνοι που γονάτισαν, πάλεψαν γι’ αυτή τη σχέση πολύ περισσότερο από όσο φάνηκε στο τέλος. Απλώς, έφτασαν στο σημείο εκείνο που δεν είχαν κάτι άλλο να πουν. Τους ήταν εξαντλητικό ακόμη και το τέλος να ξεστομίσουν. Όχι επειδή ήταν δειλοί, όπως πολλοί θα πουν, αλλά γιατί στην τελική ό,τι είχαν να δώσουν το έδωσαν.
Πάλεψαν ν’ αλλάξουν μια κατάσταση η οποία δεν είχε τις προϋποθέσεις ν’ αλλάξει. Είναι πολύ δύσκολο να συνειδητοποιεί κανείς ότι δεν πάει άλλο, πιο επίπονο όμως είναι να φτάνει στο συμπέρασμα ότι ενώ ήταν σε σχέση, τελικά ήταν μόνος του. Το κενό που δημιουργείται όταν οδηγηθεί κάποιος σ’ αυτό το συμπέρασμα, δε γεμίζει όσες προσπάθειες και να κάνει η άλλη πλευρά. Εδώ αναρωτιέται κανείς, γιατί. Γιατί δεν μπορώ ν’ αλλάξω την κατάσταση ή να τη διορθώσω; Γιατί, σ’ αυτές τις περιπτώσεις το ζήτημα ήταν να μην έφτανε ο ένας από τους δύο στο έσχατο σημείο. Γιατί μετά απ’ αυτό, η εξέλιξη των πραγμάτων είναι δεδομένη. Γιατί όλα τα στοιχεία είχαν δοθεί, απλώς η άλλη πλευρά δεν ήθελε να πιστέψει ότι μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Για καμία από τις δύο πλευρές δεν είναι εύκολη αυτή η συνθήκη. Κάθε πλευρά έχει ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση από τελείως διαφορετικό πρίσμα. Συνήθως, όμως, παρηγοριά δίνουμε σ’ εκείνους που υφίστανται την έκβαση των πραγμάτων κι όχι σ’ εκείνους που πήραν την απόφαση. Αυτό συμβαίνει γιατί στην πλειοψηφία μας, παίρνουμε το μέρος εκείνου που θεωρούμε αδύναμο. Έχουμε στο μυαλό μας ότι η άλλη πλευρά τραγουδάει το «θα ζήσω ελεύθερο πουλί». Αντιθέτως, μπορεί να υποφέρει γιατί επέλεξε να έχει διαύγεια και να δώσει τέλος, αφού προσπάθησε όσο δεν πήγαινε άλλο.
Εκείνος που παίρνει την απόφαση να φύγει, έχει αγαπήσει, έχει νιώσει μέσα σ’ αυτή τη σχέση ίσως και παραπάνω από τον άλλο. Είναι άδικο να τον αντιμετωπίζουμε λες κι είναι άκαρδος. Δεν του ήταν ποτέ εύκολο- το ζύγισε καλά μέσα του πριν το κάνει. Οκ, σαφώς έχει σημασία κι ο τρόπος. Αν έφυγε σαν τον κυνηγημένο, εξαφανίστηκε, δεν απαντούσε σε μηνύματα, τηλέφωνα, χωρίς μια κουβέντα, ίσως να φέρθηκε ανώριμα, όχι όμως άκαρδα. Γιατί κάποτε ξεχείλισε το ποτήρι, κάποτε μπήκε η τελεία μέσα του κι ένιωσε πως άδειασε.
Επομένως, είναι δύσκολο να πάρουμε θέση στο ποιος έχει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης σ’ έναν χωρισμό. Τη σχέση την ξέρουν καλύτερα μόνο όσοι την έζησαν. Σίγουρα είναι δύσκολο να παραδεχτούν τα λάθη που έγιναν κι είχαν αυτήν την κατάληξη. Είναι πολύ εύκολο, από την άλλη, την ευθύνη να τη μετατοπίσουμε αλλού, αρκεί να μην είναι πάνω μας. Σ’ έναν χωρισμό, προτιμότερο θα ήταν ν’ αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του, όμως αυτό πονάει περισσότερο από το να φταίει μόνο ο άλλος.
Εν τέλει, όσο δύσκολο κι αν είναι να το δούμε, σημασία δεν έχει ποιος είναι ο κακός της υπόθεσης. Είναι να μάθουμε καλύτερα εμάς και τα όριά μας, τι θέλουμε στη ζωή μας και τι όχι. Η διαδικασία είναι δύσκολη, θέλει χρόνο να χωνέψεις τα νέα δεδομένα. Αλλά το πόσο δυνατός θα βγεις μέσα απ’ αυτό, σ’ από όποια πλευρά και να είσαι δε συγκρίνεται με τίποτα. Νομοτελειακά ακόμη κι αν δε φαίνεται από την αρχή, τα πράγματα δουλεύουν για το καλό μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου