Θυμάμαι στο σχολείο κάθε χρόνο γράφαμε έκθεση με θέμα «Η ισότητα των δύο φύλων». Ανάθεμα εάν καταλάβαινε κανείς τότε τι σήμαινε αυτό. Μας έδιναν εκεί πέντε βασικά σημεία, τα διαβάζαμε και τα αντιγράφαμε με πίστη κι ευλάβεια στο τετράδιο. Λες κι ήταν συνταγή του Πετρετζίκη. Καμία παρέκκλιση. Όσοι ήταν καλοί στην παπαγαλία, πανηγύριζαν μετά τον θρίαμβό τους. Οι υπόλοιποι στο 12άρι μας.
Τα χρόνια πέρασαν, τελειώσαμε το σχολείο, βγήκαμε απ΄ την τσιχλόφουσκα των νιάτων μας κι αρχίσαμε να ζούμε ταυτόχρονα δέκα ζωές, με διαφορετικό ρόλο στην κάθε μία. Τόσα κοστούμια δεν αλλάζει ούτε ηθοποιός σε διπλή παράσταση. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε τόσες και τόσες υποχρεώσεις, αντιλαμβάνεσαι τη σημαντικότητα εκείνης της σχολικής έκθεσης. Καταλαβαίνεις ότι η κυρία Ερασμία τότε, στη μακρινή τρίτη Λυκείου, δε μιλούσε αλαμπουρνέζικα κι ότι αυτά τα SOS σημεία που επέμενε να μάθουμε μπορεί τελικά να μην ήταν πέντε αλλά δέκα, είκοσι, εκατό.
Θα περίμενε κανείς ότι στον 21ο αιώνα η ανισότητα μεταξύ γυναικών κι ανδρών θα ήταν ένα θέμα παρωχημένο, προ πολλού λυμένο και καθόλου ανησυχητικό. Έλα όμως που τώρα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Πόσο μεγάλο είναι τελικά το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων; Μιλάμε για παίχτες που παίζουν επί ίσοις όροις; Ή το μπλε πιόνι είναι λίγο έως πολύ πιο μπροστά από το ροζ; Και ποιος το έσπρωξε πιο μπροστά; Και γιατί; Εντολή ή απόφαση;
Το θέμα αυτού του άρθρου δεν είναι να σχολιάσει από πού προκύπτει και πώς επιβεβαιώνεται αυτή η ανισότητα αλλά να εντοπίσει από ποιους συντηρείται και γιατί. Προφανώς οι περισσότεροι από αυτούς που τη διαιωνίζουν είναι εκείνοι που βρίσκονται στην προνομιακή θέση της υπεροχής, οπότε και την εκμεταλλεύονται και βολεύονται στις ανέσεις που τους προσφέρει. Αυτό όμως που είναι άξιο ανησυχίας είναι κατά πόσο αυτή η ανισότητα συντηρείται κι από τους ριγμένους της υπόθεσης. Είτε γιατί δε λένε να ξεκολλήσουν από τα πρότυπα που είχαν μεγαλώνοντας, τα οποία τους έπεισαν πως αυτό είναι το «σωστό» (ενός λεπτού σιγή για τη χαμένη κριτική σκέψη), είτε από επιλογή. Το τελευταίο μου ακούγεται λίγο ύποπτο.
Οι γυναίκες του σήμερα μπορούν να μετονομαστούν σε πολυμηχανήματα. Εργάζονται, σπουδάζουν, μεγαλώνουν τα παιδιά, μαγειρεύουν, καθαρίζουν το σπίτι, πλένουν, σιδερώνουν, πηγαίνουν στο σουπερμάρκετ κι αυτή η λίστα δεν έχει τελειωμό. Συχνά δεν είναι μόνες, καμιά φορά όμως είναι. Κι όχι γιατί απαραίτητα ο σύντροφος είναι κοσμάρα, αφού όλο και περισσότερα νέα ζευγάρια έχουν διώξει από πάνω τους τα στερεότυπα αυτά, αλλά γιατί, καμιά φορά, οι ίδιες δε θέλουν να βγουν από τον ρόλο αυτό και θεωρούν ότι είναι δικός τους ρόλος κι αν θέλει ο σύντροφος, θα δώσει μια «βοήθεια». Ακούγοντας λοιπόν ατάκες του τύπου «δε μου αρέσει να βλέπω τον άντρα στο νεροχύτη», «ξενερώνω όταν τον βλέπω με σκούπα και φαράσι» μοιάζει σαν κάποιος να γελά υστερικά με κακή κωμωδία.
Εκτός από τις δουλειές του σπιτιού, συχνά συντηρείται και υπερτονίζεται ο διαχωρισμός των δύο φύλων κι από οικονομικής πλευράς. Υπάρχουν σπόνσορες, κουβαλητές, providers. Τα χρήματα προσφέρουν δύναμη, εξάλλου, συνεπώς κι εξουσία η οποία εξ ορισμού δημιουργεί ανισότητα. Ζουν και βασιλεύουν οι αντρικές κι οι γυναικείες δουλειές. Ζουν ανάμεσά μας απόψεις τύπου «αν είναι gentleman δε θα με αφήσει να πληρώσω» ή «δε θα την αφήσω να πληρώσει, για να τη γοητεύσω». Είναι ηλίου φαεινότερο λοιπόν ότι η ανισότητα των δύο φύλων δε συντηρείται μόνο από τους άντρες αλλά κι από τις ίδιες τις γυναίκες, κάτι το οποίο στέκεται εμπόδιο στους αγώνες όσων διεκδικούν τα αυτονόητα. Και ναι, το να λέμε πως είναι επιλογή κι όλα καλά και τι σε κόφτει αν περνάνε καλά το ζευγάρι μεταξύ τους, δε νομίζω ότι βοηθάει ιδιαίτερα στη μεγάλη εικόνα.
Είναι victim blaming, επιλογή, κατάλοιπο; Κι εγώ διχάζομαι. Ξέρω όμως σίγουρα πως η εποχή μας απαιτεί επαναπροσδιορισμό κι ανακατάταξη. Για να συμβεί όμως αυτό, τότε πρέπει το πρόβλημα να γίνει αντιληπτό και κατανοητό από όλους. Το να εθελοτυφλούμε από ατομικό συμφέρον ή να ανακυκλώνουμε απαρχαιωμένες πεποιθήσεις και στερεότυπα μάς κάνει συνένοχους σ’ ένα τεράστιο κοινωνικό έγκλημα. Κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με το φύλο μας, αλλά με τον τρόπο που θέλουμε να συνδεόμαστε και το τι θεωρούμε, τέλοσπάντων, ότι σημαίνει αυτό το τόσο μικρό και σημαντικό σύμβολο με τις δυο παράλληλες γραμμούλες τη μία κάτω από την άλλη. (=)
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου