Τι είναι αυτό που σε βυθίζει όλο και περισσότερο στην ερωτική απογοήτευση; Η μνήμη σου. Μια μνήμη που γίνεται απότομα και σχεδόν βίαια επιλεκτική. Αυτή είναι που σε κρατάει σταματημένο, ακίνητο και παγωμένο. Στο ίδιο ακριβώς σημείο. Σαν να περνάει η ζωή από μπροστά σου κι εσύ δεν έχεις την ικανότητα να πας ούτε μπροστά, ούτε πίσω. Σαν όλο το βάρος του σώματός σου να έχει ξαφνικά μετατοπιστεί στα πόδια σου και να μη σε αφήνει να κινηθείς. Κι όσο πιο χαμηλά κοιτάς για να δεις αυτές τις αλυσίδες που σε βαραίνουν, τόσο δε θα καταφέρνεις ποτέ να τις αφαιρέσεις.
Γιατί κανένας άνθρωπος μέχρι σήμερα δεν κέρδισε την ελευθερία του σκυμμένος. Γιατί η ελευθερία που ψάχνεις δε βρίσκεται στα χέρια του άλλου ανθρώπου, ούτε στα πόδια σου, αλλά στο μυαλό σου. Εκεί που φτιάχνεις μόνος σου τη φυλακή σου, εκεί που μπορείς να φτιάξεις μόνος σου και το κλειδί της ελευθερίας σου.
Ο Γ. Χειμωνάς είχε γράψει κάποτε «αγαπάς σημαίνει κάνεις ένδοξο έναν άνθρωπο». Κάνεις έναν άνθρωπο σπουδαίο. Κι ίσως είναι αυτή η σπουδαιότητα που αποδίδεις σε κάποιον που αγάπησες, που σου είναι τελικά τόσο δύσκολο κι επίπονο να αποχωριστείς. Επιλέγεις λοιπόν να προσπαθήσεις να την κρατήσεις απείραχτη κι ακέραιη, για να σε συντροφεύει τις ώρες που νιώθεις μόνος. Κι αν δεν έχεις εκείνον η εκείνη, έχεις τουλάχιστον αυτό. Κι αυτό πρέπει να είναι όσο πιο όμορφο γίνεται γιατί είναι το μόνο που σου έχει απομείνει.
Οπότε ξεχνάς. Αρχίζεις κάθε μέρα και ξεχνάς και κάτι παραπάνω από αυτά που σε πλήγωναν. Ξεχνάς αυτό που περίμενες και δεν ερχόταν, ξεχνάς τις φορές που η ελπίδα σου τσακίστηκε, ξεχνάς τον πόνο που σου δημιουργούσε το μυαλό σου όταν αναρωτιόταν για το αν πρέπει να φύγεις ή να μείνεις. Ξεχνάς τις προσβολές, τις αγωνίες, τα ξενύχτια γεμάτα τσιγάρα και κλάματα. Μέχρι κι η προδοσία που δεν άντεξες αρχίζει πια κι αυτή να θολώνει. Πόσο εύκολα ξεχνάς, όταν το έχεις ανάγκη.
Κι έπειτα, αφού ανοίγει χώρος, αρχίζεις να θυμάσαι. Θυμάσαι όλο και παραπάνω από αυτά που σε έκαναν χαρούμενο. Το πρώτο σας ραντεβού και το πρώτο σας φιλί. Τι ωραίο που ήταν εκείνο το πρώτο ραντεβού. Αναρωτιόσουν αν ήταν τύχη ή αν σου άξιζε αυτό που ζούσες. Θυμάσαι εκείνη τη βόλτα στη θάλασσα που βλέπατε το ηλιοβασίλεμα και φεύγοντας πήρατε από ένα χαλίκι που συμφωνήσατε ότι θα κρατήσετε για πάντα. Το τριήμερο στο Ναύπλιο και τα περπατήματα στο κάστρο του. Θυμάσαι την αγωνία σου μήπως αποκοιμήθηκε κι έπρεπε να σταματήσεις γρήγορα την αγαπημένη σας σειρά για να μη χάσει τη συνέχεια. Τα θυμάσαι όλα, με κάθε λεπτομέρεια.
Και κάπως έτσι, καταφέρνεις να πλάσεις στο μυαλό σου έναν άνθρωπο ολοκαίνουργιο. Έναν άνθρωπο που ακόμα κι αν δεν έχεις, αξίζει να θυμάσαι. Έτσι κρατάς τον εαυτό σου ερωτευμένο. Γιατί ακόμα κι αν κατάφερες να ζήσεις χωρίς τον άνθρωπο που ερωτεύτηκες, σου είναι αδύνατο ν’ αφήσεις πίσω την ερωτευμένη εκδοχή του εαυτού σου. Σου είναι αδύνατο ν’ απομυθοποιήσεις τη σπουδαιότητα που κάποτε του φόρεσες γιατί δεν είναι αυτός που θα μείνει γυμνός, αλλά εσύ. Γιατί κανένας ερωτευμένος δε θέλει να σταματήσει να είναι ερωτευμένος. Κι αν αναγκαστεί να χάσει τον άνθρωπο που ερωτεύτηκε, μπορεί τουλάχιστον να παραμείνει ερωτευμένος με την ιδέα αυτού του ανθρώπου. Μια ιδέα που πλέον η απόσταση σού επιτρέπει να τη φτιάξεις όπως θέλεις.
Σταμάτα να ανοιγοκλείνεις επιλεκτικά τα μάτια σου. Σταμάτα ν’ ανοίγεις τον φακό στα όμορφα και να προσποιείσαι ότι τέλειωσαν οι μπαταρίες όταν έρχεται η σειρά για τ’ άσχημα. Φώτισε όλα τα κεφάλαια του βιβλίου δίκαια- ακόμα και τα πιο επίπονα. Όσο και αν το θέλεις, δεν είσαι εσύ ο σκηνοθέτης αυτής της σχέσης, η ζωή ήταν κι αυτή θα είναι πάντα. Εσύ ήσουν ο πρωταγωνιστής. Πρωταγωνιστής σ’ ένα έργο που τελείωσε. Αποχωρίσου με θάρρος τον ρόλο του ερωτευμένου που δεν υπάρχει πια. Είναι ο μόνος τρόπος για να τον αποκτήσεις ξανά στο μέλλον, σε μια άλλη ταινία, που δε θα χρειάζεται ούτε υπότιτλους, ούτε εξαντλητικές πρόβες.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου