Έχουμε μάθει πως ο χρόνος γιατρεύει πάντα όλες τις πληγές, όμως υπάρχουν κι εξαιρέσεις. Ίσως αυτή η σκέψη να ήταν και να συνεχίζει να είναι, ένας τρόπος να αντιμετωπίζουμε την απώλεια. Βρίσκουμε παρηγοριά σε μια σειρά λέξεων που συνδυάζονται για να δίνουν «νόημα» και λύση στη ζωή μας.
Μπορεί να περάσουν μέρες, εβδομάδες, μήνες, μερικές φορές ακόμα και χρόνια χωρίς να συναντηθείτε, και έτσι θέλοντας και μη συνηθίζεις στην απουσία του ανθρώπου που κάποτε πίστευες πως ήταν δικός σου. Η επιθυμία σου για ένα τηλεφώνημα, για ένα μήνυμα αρχίζει να ξεθωριάζει. Το κενό που δημιούργησε η φυγή του, ολοένα και γεμίζει, ολοένα και στενεύει. Περνούν οι μέρες και δεν έχεις καν αναφέρει το όνομά του. Δεν παίρνεις πλέον τηλέφωνα τους φίλους να αναλύσετε ξανά και ξανά το γιατί. Όλα αυτά τα μικρά και φαινομενικά ασήμαντα πράγματα αθροίζονται με την πάροδο του χρόνου κι έτσι δημιουργείτε η ψευδαίσθηση ότι το έχεις ξεπεράσεις, ότι δεν υπάρχει πλέον στην καρδιά σου.
Και ξαφνικά τον βλέπεις τυχαία σ’ ένα ξεχασμένο μπαρ, οι ματιές σας συναντιούνται και οι ξεχασμένες σπίθες γίνονται φλόγες. Και ξεκινάτε να μιλάτε για τη ζωή σας, για το πόσο έχει αλλάξει μετά από εκείνο το βράδυ που σε άφησε να φύγεις. Θέλετε να πείτε τόσο πολλά, όσα δεν τολμήσατε ποτέ να ξεστομίσατε -γιατί βλέπεις, ο εγωισμός σας ήταν πάντα πιο δυνατός από την αγάπη σας. Θα πείτε για τα λάθη που κάνατε, για το πόσο πληγώσατε ο ένας τον άλλον. Θα του πεις για όλα όσα δημιούργησες, για τα ταξίδια που ονειρευόσουν πάντοτε να κάνεις, για τις χώρες που επισκέφτηκες, χώρες τις οποίες μόνο μαζί του ήθελες να εξερευνήσεις. Θα του πεις και για τους ανθρώπους που γνώρισες αλλά δε θα του πεις ποτέ πως κανένας δεν ήταν εκείνος. Πως ήταν πάντα το μέτρο σύγκρισης, και τους κέρδιζε στις λεπτομέρειες.
Όλα όσα τόσο καιρό πίστευες δραπετεύουν από το παράθυρο τη στιγμή που αντικρίζεις αυτόν τον άνθρωπο. Τώρα το μόνο που σε κυριεύει είναι η ίδια και απαράλλαχτη αγάπη για αυτόν. Τώρα τον βλέπεις να στέκεται απέναντι σου κι εσύ δε θυμάσαι καν πώς αναπνέεις. Απορείς πώς κατάφερες και έζησες τόσο καιρό σ’ ένα κόσμο χωρίς την παρουσία του, χωρίς την ανάσα του να σε νανουρίζει, χωρίς το άρωμά του να σε ζαλίζει. Αναμνήσεις που ήταν βαθιά κρυμμένες, αναδύθηκαν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Όλοι οι τοίχοι που έχτισες γκρεμίστηκαν. Για το μόνο πράγμα που νιώθεις σιγουρία εκείνη τη στιγμή, είναι ότι κανένας χρόνος δεν κατάφερε να κλέψει την αγάπη σου.
Ο χρόνος που περάσατε χωριστά ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον χρόνο που περάσατε μαζί, ωστόσο είστε και οι δυο εδώ να απορείτε γιατί. Γιατί δεν τα καταφέρατε, γιατί αφήσατε τους δρόμους σας να χωρίσουν; Δεν είναι τραγικό πως ενώ ταξιδεύατε τόσο καιρό, τώρα βρίσκεστε ακριβώς στο ίδιο σημείο; Δημιουργήσατε καινούργιες αναμνήσεις, γνωρίσατε καινούργιους ανθρώπους, εξερευνήσατε νέους κόσμος, όμως στο τέλος της ημέρας η καρδιά βρισκόταν μονάχα σ’ ένα μέρος. Ίσως στο αγαπημένο της μέρος.
Αλλά κατά βάθος γνωρίζεις, γνωρίζετε κι οι δυο πως όσο γρήγορα συναντηθήκατε τόσο γρήγορα θα χωρίσετε και πάλι. Ίσως υπάρχει πολύς χρόνος κι απόσταση μεταξύ σας, χρόνια που δε θα επιστρέψουν ποτέ. Ίσως κάποια πράγματα δεν είναι γραφτό να συμβούν, ανεξάρτητα από το πόσο πολύ τ’ ήθελες, από το πόσο πολύ, ευχήθηκες, ήλπιζες και προσπάθησες. Ίσως πρέπει απλώς να βρεις έναν τρόπο να τρέξεις και να κρυφτείς, να ξεφύγεις.
Για κάποιους μπορεί να ακούγεται μη ρεαλιστικό ή ανόητο αλλά ίσως να ήταν γραφτό να συναντηθείτε, αλλά όχι να χαράξετε ένα κοινό μέλλον. Γιατί ξέρεις πως θα θυμάσαι για πάντα την πρώτη σας γνωριμία, γιατί στην ερώτηση «Τι και αν δε σε γνώριζα ποτέ;» δεν τολμάς καν να φανταστείς την απάντηση. Είχατε σκοπό να αλλάξετε τη ζωή ο ένας του άλλου, μ’ όλους τους τρόπους που ήδη έχετε κάνει και με άλλους τόσους που θα συνεχίσετε να κάνετε. Αυτή η αγάπη προοριζόταν για σας.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου