Λένε πως η αξία μιας σχέσης καθορίζεται από το τέλος της και πως ο πραγματικός εαυτός των ανθρώπων, φανερώνεται κάπου εκεί, λίγο πριν κόψουν την κορδέλα του τερματισμού. Όσο σκληρό κι αν ακούγεται, το συνυπογράφω. Μια σχέση μπορεί να τελειώσει για πολλούς λόγους. Ό,τι κι αν έγινε, όποιος κι αν έφταιξε ή δεν έφταιξε, καλό είναι να τελειώνει ειρηνικά, ως ένδειξη σεβασμού στα «σ’ αγαπώ» που ειπώθηκαν. Όσο λογικό κι επόμενο κι αν είναι, κατά τη διάρκεια ενός χωρισμού, να σε κατακλύζουν αισθήματα θυμού, πόνου κι απογοήτευσης, όταν καταλαγιάσουν όλ’ αυτά, οφείλεις να δώσεις τα χέρια και να συμφιλιωθείς. Και δεν το κάνεις για κανέναν άλλον παρά μόνο για σένα. Για να μπορέσεις να πας παρακάτω χωρίς σκιές και συναισθηματικά βαρίδια.
Δυστυχώς πολλές φορές το τέλος μιας αγάπης σημάνει την αρχή του μίσους. Ίσως επειδή η αγάπη και το μίσος φλερτάρουν επικίνδυνα. Τα χωρίζει μια λεπτή γραμμή και πολύ εύκολα μπορείς να μεταπηδήσεις από το ένα στο άλλο. Η διαφορά τους κρίνεται στη διάρκεια. Αν η αγάπη είναι ουσιαστική, τότε θα την κουβαλάς για πάντα στη βαλίτσα, ή έστω σε μια μικρή τσέπη μιας παλιάς καμπαρντίνας. Το μίσος, όμως, σύντομα θα βρεθεί στο πεζοδρόμιο, μαζί με τ’ άλλα σκόρπια σκουπίδια. Αν παραμείνει αποσκευή, τότε ο αντίπαλος γίνεται ένα επιδερμικό συναίσθημα που δεν έχει καμία σχέση με την αγάπη. Και σ’ αυτή την περίπτωση οι μέχρι πρότινος σύμμαχοι γίνονται εχθροί.
Ψάχνεις να βρεις ανάμεσά τους λίγη από την τρυφερότητα του παρελθόντος αλλά το μόνο που εντοπίζεις είναι περίσσιος εγωισμός. Συμπεριφορές που ευτελίζουν την αξιοπρέπεια κι ακυρώνουν οτιδήποτε όμορφο υπήρξε κάποτε μεταξύ τους. Είναι πράγματι λυπηρό δύο ερωτευμένοι που βάδισαν παρέα και μοιράστηκαν στιγμές, να καταλήγουν στη μέση της αρένας, διψώντας για αίμα. Επιστρατεύουν ανέντιμα μέσα κι επινοούν ανήθικους κανόνες για να επικρατήσουν. Πολλές φορές δεν ξέρουν καν για τι παλεύουν. Απλώς φοράνε τα γάντια του μποξ και μπαίνουν στον αγώνα. Θέλουν να χριστούν νικητές. Είναι όμως ήδη χαμένοι.
Γιατί νικητής είναι εκείνος που έχει πονέσει, έχει βρίσει, έχει κλάψει αλλά σηκώνεται όρθιος έχοντας μάτια καθαρά και μυαλό ορθάνοιχτο. Αυτός που λίγο πριν τη στροφή, αγκαλιάζει τον άλλοτε συνοδοιπόρο του, του εύχεται καλή τύχη, το εννοεί κι αναχωρεί για μια καινούργια ζωή. Ξέρω ότι μπορεί ν’ ακούγεται παρατραβηγμένο έως κι ακατόρθωτο, αλλά δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας διακόπτης του νου. Εάν τον πατήσεις κι αφήσεις τον χρόνο να κυλήσει, τότε θα δεις πως το μόνοιασμα είναι η μόνη λύση.
Το οξύμωρο, μάλιστα, είναι πως αυτοί που έχουν την ανάγκη να εστιάσουν στο φως και να φιλιώσουν είναι συνήθως όσοι έχουν προδοθεί και πληγωθεί από τον σύντροφό τους. Που ενώ έχουν κάθε λόγο να σταθούν απέναντί του με το πιστόλι στο χέρι, προτιμούν να σηκώσουν λευκή σημαία. Ίσως επειδή έφαγαν πρώτοι εκείνοι τη σφαίρα κι ο πόνος που ένιωσαν ήταν τόσο μεγάλος, που άγγιξαν τον θάνατο. Οπότε, μοιάζουν να ξαναγεννήθηκαν. Κι ενώ θα περίμενε κανείς να μεταλλαχτούν σε τέρατα που θα ζητούν εκδίκηση, εκείνοι έγιναν πιο ανθρώπινοι. Από επιλογή ή από αντίδραση.
Τότε, αυτός που πάτησε τη σκανδάλη αντιλαμβάνεται ότι η σφαίρα του πήγε χαμένη και ξεκινάει πόλεμο. Τραγική ειρωνεία, ε; Αντί να κρυφτεί στο υπόγειο των ευθυνών του, ζητάει την κορύφωση του δράματος. Παράλογοι που είναι οι άνθρωποι καμιά φορά. Κι έτσι, οι παρ’ ολίγον αιώνιοι εραστές πιάνουν τα όπλα και γίνονται εχθροί σε μια μάχη στενάχωρη κι άδικη. Βλέπεις τον άλλον στα μάτια και δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτόν που αγάπησες. Κι εκείνος σε κοιτάει λες και δε σε ξέρει. Τιμωρείς και τιμωρείσαι. Κι η πληγή γίνεται όλο και πιο βαθιά. Με ποιο κουράγιο πας να ξαναγαπήσεις μετά; Με ποια δύναμη συνεχίζεις να πιστεύεις στους ανθρώπους; Εδώ είναι που καταλαβαίνεις ότι η αγάπη είναι δυναμική και καθόλου στατική. Αλλάζει ανάλογα με τις διαθέσεις έχοντας τον άξονα Χ στον χρόνο.
Άσε λοιπόν το τέλος να μιλήσει. Εκείνο ξέρει να σου πει αν είναι αγάπη ή σχεδόν αγάπη. Είναι κρίμα δύο άνθρωποι που περπάτησαν χέρι-χέρι να βρεθούν αντικριστά. Είναι κρίμα για ένα γινάτι να ακυρώνεται μια σχέση, μια κοινή ζωή. Εσύ μην την ξεφτιλίσεις. Κράτα την ψηλά σαν λάβαρο. Έτσι, για την ιστορία, η οποία εξακολουθεί να γράφεται και μετά το φινάλε της. Ν’ αξίζει τουλάχιστον.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου