Τελικά όταν θέλεις κάτι πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις; Ή στέκεται κι αυτό ανήμπορο κι αποχαυνωμένο μπροστά στο αδιέξοδο της εποχής σηκώνοντας τα χέρια ψηλά; Έχουν ουσία τα όνειρά πια ή είναι μια καλομοστραρισμένη ουτοπία για να ’χουμε να λέμε; Κατάντησαν κι αυτά σαν τους εξωγήινους: όλοι μιλάνε γι’ αυτά, αλλά ποτέ δεν τα χουμε δει. Και πού να τα δούμε; Το τοπίο είναι τόσο θολό και σκοτεινό που τ’ όνειρο δεν μπορεί καν να γεννηθεί.
Παλιότερα οι άνθρωποι ονειρεύονταν να σπουδάσουν, να γίνουν πετυχημένοι επαγγελματίες, να ταξιδέψουν, να ερωτευτούν, να ζήσουν. Τώρα, το μόνο που μπορούμε να επιθυμήσουμε κι αυτό διστακτικά, είναι μια δουλειά που θα μας καλύπτει τα βασικά έξοδα διαβίωσης, χωρίς να πρέπει να δουλεύουμε 18 ώρες τη μέρα κάτω από άθλιες εργασιακές συνθήκες. Όσα πτυχία κι αν έχουμε κορνιζάρει στον τοίχο κι όσα χρόνια εμπειρίας κι αν κουβαλάμε στις πλάτες μας, δεν είναι ικανά για να μας εξασφαλίσουν το επαγγελματικό μας παρόν. Για το μέλλον, ούτε λόγος.
Κι είναι κι εκείνοι που κάποτε θέλησαν να βγουν από τα τετριμμένα στο απόλυτο κάλεσμα της τέχνης. Να γίνουν τραγουδιστές, ηθοποιοί, ζωγράφοι. Ένας εσωτερικός δημιουργικός χείμαρρος τούς γεννά αυτή την επιθυμία και δεν μπορούν να τον αγνοήσουν. Αλλά σε μια χώρα που οι καλλιτέχνες είναι πολίτες μιας δεύτερης κατηγορίας, τέτοια όνειρα αδυνατούν να βρουν τη θέση τους και ν’ ανθίσουν. Η τέχνη θεωρείται χόμπι κι αυτός που την υπηρετεί ψώνιο ή τεμπέλης. Έλα όμως που ο τίτλος αυτός ταιριάζει καλύτερα σ’ αυτούς που τον έχουν εφεύρει για να στερήσουν λίγο από το φως όλων εκείνων που καταθέτουν την ψυχή τους για να μαλακώσουν τη δική μας. Ποια σκηνή λοιπόν μπορεί να τους σηκώσει χωρίς να ντραπεί για την καταπακτή της;
Θυμάμαι που ήμασταν πιτσιρίκια και καθόμασταν στο παγκάκι μ’ ένα παγωτό στο χέρι κι φανταζόμασταν το αυτοκίνητο που θα αγοράσουμε ή το σπίτι που θα χτίσουμε, όταν μεγαλώσουμε. Και τώρα που μεγαλώσαμε, το κόκκινο διθέσιο των ονείρων μας αντικαταστάθηκε με το λεωφορείο ενώ μένουμε ακόμη με τους γονείς μας. Κι όλα δείχνουν πως θα συνεχίσουμε να το κάνουμε για πολύ καιρό ακόμη. Τα ενοίκια είναι τόσο υψηλά και τα καθημερινά έξοδα τόσα πολλά, που κανένας δεν μπορεί να σηκώσει αυτό το φορτίο μόνος του. Και κάπως έτσι καταδικαζόμαστε σ’ ένα καθεστώς στερημένης ελευθερίας και περιορισμένης ενηλικίωσης.
Κάποιοι από εμάς μάλιστα, στο ίδιο παγκάκι, ονειρεύονταν να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά, πολλά παιδιά. Τώρα, δεν τολμούν καν να το ξεστομίσουν. Κι οι λόγοι είναι ευνόητοι. Εδώ καλά-καλά δεν μπορούμε να «μεγαλώσουμε» τους εαυτούς μας, με ό,τι αυτό σημαίνει, πώς να φέρουμε κι έναν άλλον άνθρωπο στον κόσμο που θα έχει ανάγκη την απόλυτη φροντίδα μας; Τι να τον ταΐζουμε; Τα ξαναζεσταμένα; Και πού να τον περπατήσουμε; Στα καμένα ή στα πλημμυρισμένα; Κι όταν μεγαλώσει και μας ρωτήσει γεμάτο απορία «γιατί» πώς θα του εξηγήσουμε;
Τα όνειρα έχουν αντικατασταθεί με άγχος, αγωνία, θυμό, αγανάκτηση, φόβο, απόγνωση κι ένα μεγάλο γ@μώτο. Που δε ζήσαμε όσα ονειρευτήκαμε. Και που δε θα ονειρευτούμε ποτέ ξανά. Γιατί δεν έχουμε δικαίωμα στο όνειρο πια. Πώς να ονειρευτούμε τη ζωή όταν πεθαίνουμε κάθε μέρα; Πώς να οραματιστούμε έναν δίκαιο κόσμο όταν το άδικο μας δείχνει ανελλιπώς το σκληρό του πρόσωπο; Πώς να επιθυμήσουμε την αγάπη όταν κανείς δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί μ’ αυτή; Ποιο όνειρο φυτρώνει στην έρημο και ποια ελπίδα μπορεί να το ποτίσει; Σε ποια πραγματικότητα ο ονειροπόλος δε μοιάζει τρελός και σε ποια εποχή μπορεί να το εκφράσει;
Το ξέρω, δεν μπορείς να μου απαντήσεις. Ούτε ο Κοέλιο μπορεί. Κι αν έλεγε σήμερα αυτή τη φράση θα ήταν κάπως έτσι: «Όταν θέλεις κάτι πολύ, η Ελλάδα συνωμοτεί για να το χάσεις».
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου