Δύο ξένοι συναντιούνται. Η ένταση των ματιών τους κι η ενέργεια των σωμάτων τους δημιουργούν μια παράξενη έλξη που τους φέρνει κοντά. Γίνονται πιο συγγενείς κι από τους συγγενείς. Ερωτεύονται, μοιράζονται, φανερώνονται. Ανταλλάζουν όρκους ζωής βαδίζοντας σε μια κοινή διαδρομή και τότε, λίγο πριν την ανηφόρα, γίνονται και πάλι ξένοι, αφού επέλεξαν -από κοινού ή μονόπλευρα- ν’ ακολουθήσουν άλλη ρότα. Τόσο απλά. Ίδια αφετηρία, ίδιο φινάλε λοιπόν. Παράξενο δεν είναι; Λες και δεν αντάλλαξαν καρδιές ποτέ. Λες κι η ιστορία τους δεν υπήρξε. Και προχωρούν σαν ορφανοί για την επόμενη πίστα. Αλήθεια, τόσο εύκολα ξεχνάνε οι άνθρωποι; Εγώ τι στο καλό κάνω λάθος κι ακόμη θυμάμαι;
Κι αφού ξένοι καταλήγουν οι ερωτευμένοι γιατί πασχίζουν να γίνουν οικείοι; Τόσος κόπος για να μάθουν ο ένας τον άλλον, τόση προσπάθεια για να εκθρονίσουν το εγώ τους και μετά τίποτα. Η απόλυτη αποξένωση. Μια τρύπα στον χρόνο κι ένα άδοξο σενάριο. Δεν έχει σημασία ποιες υποσχέσεις το πλαισίωναν ούτε πόσα σ’ αγαπώ γράφτηκαν με κεφαλαία γράμματα στις σελίδες του. Θα ξεθωριάσουν κι αυτά όπως οι μνήμες.
Κάθε αρχή έχει το τέλος της. Όσο υποσχόμενη κι αν είναι, όσο ιδανική κι αν μοιάζει η συνέχειά της. Αυτό είναι το πεπρωμένο της. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση η αρχή μοιάζει πολύ με το τέλος. Έναν άγνωστο χαιρέτησες τότε, Αυγουστιάτικα, στο μπαράκι της Πάρου, έναν γνώριμο ξένο αποχαιρετάς τώρα στο κέντρο της Αθήνας. Και δεν είναι καν Αύγουστος. Πολλοί διερωτώνται πώς είναι δυνατόν, μετά από τόσα χρόνια, τόσες κουβέντες και τόσα αγγίγματα να χρειάζεται επίδειξη ταυτότητας για εξιχνίαση στοιχείων. Πώς γίνεται να πέφτουν τόσο έξω οι άνθρωποι και να απογοητεύονται; Κι όμως, γίνεται.
Σε πολλές περιπτώσεις ευθύνεται η μάστιγα της εξιδανίκευσης. Η έντονη ανάγκη να συνδεθούν με κάποιον και να ζήσουν μαζί του ένα κινηματογραφικό ρομάντζο, τούς κάνει να τον βλέπουν, όχι όπως πραγματικά είναι, αλλά, όπως τον έχουν ονειρευτεί. Σ’ ένα άσπρο άλογο, με πλούσια χαίτη κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι που γράφει τ’ όνομά τους. Μέχρι που έρχεται η στιγμή που τ’ αγκάθια του τούς επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Και κάποιες φορές αυτή η επαναφορά είναι πολύ βίαιη.
Πέρα όμως από την ωραιοποίηση των πραγμάτων, υπάρχει κι η ψευδαίσθηση της γνώσης αλλά και η ελπίδα της σταθερότητας. Η λανθασμένη εντύπωση δηλαδή ότι «ξέρουν» αυτόν που έχουν δίπλα τους, τούς εφοδιάζει με μια πλασματική σιγουριά κι εμπιστοσύνη. Έλα όμως που οι άνθρωποι δεν ξέρουν ούτε οι ίδιοι τους εαυτούς τους. Πώς μπορεί επομένως να τους μάθει κάποιος άλλος; Χάνονται και βρίσκονται συνεχώς στους λαβυρίνθους του μυαλού τους και στο χάος της ψυχής τους. Οι εμπειρίες, οι συναναστροφές κι οι εσωτερικές τους αναζητήσεις τούς μετατρέπουν σε συνεχώς μεταβαλλόμενα πλάσματα. Συνεπώς, πώς μπορεί να τους μάθει κάποιος; Ακόμα κι αν πιστέψει κανείς πως απέκτησε αυτό το προνόμιο, θα διαψευστεί στην αμέσως επόμενη μετάλλαξη του συντρόφου του. Άρα, θα μου πεις, γατί να συνδέονται οι άνθρωποι αφού το κομμάτι του παζλ κάποια στιγμή θα αλλάξει σχήμα και δε θα ταιριάζει πλέον με τις γωνίες του άλλου; Γιατί όλοι αλλάζουμε. Κι αν αυτές οι αλλαγές γίνονται παράλληλα, τότε ίσως η σχέση να σωθεί. Αν όμως ο ένας επιλέξει τη Δύση κι ο άλλος την Ανατολή, ή αν η χρονική στιγμή της μετάβασης διαφέρει, τότε η σχέση τελειώνει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που το «αγαπώ», αυτό το άγιο ρήμα, αρχίζει από άλφα και καταλήγει σε ωμέγα. Αρχή-τέλος. Και στο ενδιάμεσο όλα τα γράμματα του κόσμου.
Είναι φορές που αναρωτιέμαι αν αυτοί οι τελικά ξένοι κατάφεραν ποτέ στ’ αλήθεια να ξεχάσουν τη συγγένειά τους. Τις φωτογραφίες τις καις κι ας τις θυμάται η κορνίζα. Τα δώρα τα πετάς κι ας μένουν οι ευχές. Τις καρδιές όμως πώς τις μηδενίζεις και τις επαναλειτουργείς; Δεν είναι τηλεκοντρόλ που του αλλάζεις τις μπαταρίες και παίρνει πάλι μπρος. Αν αυτοί οι άνθρωποι ξανασυναντηθούν, θα θυμηθούν άραγε πως κάποτε υπήρξαν ερωτευμένοι; Θα θυμηθούν τις αγκαλιές τους, τα γέλια τους, τα μυστικά τους; Ή όλα θ’ ανήκουν στη λήθη; Θεωρώ ότι αν ξέχασαν, τότε μάλλον δε «συναντήθηκαν» ποτέ. Αν θυμούνται, τότε είναι κρίμα να μη συναντιούνται ακόμη. Γιατί είναι σπάνιο να βρεθούν δυο άνθρωποι που ταιριάζουν τα χνώτα τους, που επικοινωνούν βαθιά κι ουσιαστικά. Αν βρεθούν, τότε είναι τυχεροί. Αν κρατηθούν σημαίνει πως είναι ικανοί. Αν όμως κάνουν πίσω, δυστυχώς είναι δειλοί.
Όπως είπε κι η Κική Δημουλά, «είναι αδύνατον να συντονιστούν δύο άνθρωποι στον έρωτα». Γι’ αυτό και πάντα (ή σχεδόν πάντα) τελειώνει. Ο ένας επιμένει κι ο άλλος παραιτείται. Κι έτσι από ερωτευμένοι καταλήγουν δύο ξένοι. Ν’ αντικρίζουν άλλους ορίζοντες κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό. Έλα όμως που οι καρδιές δε χρειάζονται συστάσεις. Θυμούνται οι άτιμες κάθε χτύπο. Δεν τις αγγίζει η αμνησία, βλέπεις. Αν θέλουν να είναι μαζί, τότε θα μαθαίνει ο ένας τον άλλον κάθε φορά απ’ την αρχή. «Χαίρω πολύ και σ’ αγαπώ» σε μόνιμη επανάληψη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου