Είκοσι ολόκληρα χρόνια- πολύς καιρός. O Οδυσσέας γυρνάει άγνωστος κι αγνώριστος. Γερασμένος απ’ όλα τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες που τράβηξε σε στεριές και σε θάλασσες, μέχρι να γυρίσει πίσω στην Ιθάκη του. Από βασιλείας γύρισε πίσω ζητιάνος, κουρελής, με γένια και βαθιές ρυτίδες. Δεν πέρασε από το μυαλό κανενός ότι πίσω απ’ αυτόν τον γέρο, πίσω απ’ αυτό το ράκος θα κρυβόταν ο άρχοντας του νησιού. Ένας μόνο κατάλαβε τον άνθρωπο που αγάπησε με όλη του την ψυχή. Πραγματικά κι ανιδιοτελώς. Κούνησε την ουρά του ως ένδειξη αγάπης, κατέβασε τ’ αυτιά του ως ένδειξη υποταγής σ’ αυτόν και μετά, άφησε την τελευταία του πνοή. Η ελπίδα, η αγάπη κι ο νόστος του γυρισμού του αφέντη του, τον κρατούσαν στη ζωή είκοσι ολόκληρα χρόνια. Ενάντια στη φθορά, στον θάνατο, άντεξε στις κακουχίες, στην παραμέληση, στην κακομεταχείριση, άντεξε τα τσιμπούρια που του ρουφούσαν το αίμα. Κρατούσε την τελευταία μικρή ικμάδα για να του δείξει ότι τον περίμενε και μετά τον αποχαιρέτησε. Αυτό είναι αγάπη.

Ο Άργος, ήταν ο σκύλος του Οδυσσέα. Όχι, μη σκεφτείτε ότι είναι υπερβολές της μυθολογίας. Αυτή είναι μια από τις εκατομμύρια ιστορίες γι’ αυτά τα τετράποδα πλάσματα που μας λούζουν με την αγάπη τους. Όπως κι η ιστορία του Hachiko, που έμεινε να περιμένει τον αφέντη του ακόμα κι αν αυτός δεν επέστρεψε σπίτι ποτέ. Η έκφραση “a dog is a man’s best friend”, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί υπάρχει. Μας χαιρετούν στην πόρτα κάθε μέρα, μας αγαπούν άνευ όρων, κουνάνε πέρα δώθε τις ουρές τους με το που μας αντικρίσουν, μας γεμίζουν σάλια, πηδάνε πάνω μας σαν τρελά μόνο και μόνο για να μας δείξουν με τον τρόπο τους -μιας που δε μιλάνε- πόσο χαίρονται που μας βλέπουν. Με κίνδυνο τη δική τους ζωή, και κόντρα στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ορμούν σε δυσανάλογους για το μέγεθός τους κινδύνους, με σκοπό να μας προστατεύσουν.

Μεγαλώνουν -όπως κι εμείς άλλωστε- αλλά πάντα έχουν όρεξη για λίγο ακόμα παιχνίδι μαζί μας. Όταν δε βλέπουμε καλά, γίνονται τα μάτια μας και μας καθοδηγούν. Τ’ αυτιά μας, όταν δεν ακούμε το κουδούνι που βαράει. Το γλυκό μας ξύπνημα όταν επιστρέψουμε από την έξοδό μας τύφλα και ξεχάσουμε να βάλουμε ξυπνητήρι. Το γιατρικό μας όταν μας παράτησαν. Η παρέα μας στις 4 το πρωί που μας κρατάει η αϋπνία. Το μόνο που μας ζητάνε κοιτώντας μας κατευθείαν στα μάτια, είναι η αγάπη κι η φροντίδα μας. Κι αυτά με τη σειρά τους μάς το ανταποδίδουν, γεμίζοντας τις μέρες μας όμορφες στιγμές μαζί τους. Είναι πάντα δίπλα μας. Όταν κλαίμε, όταν γελάμε, όταν θέλουμε να μη μιλάμε, όταν θέλουμε να μιλήσουμε και δεν έχουμε κανένα. Αυτές οι ψυχές είναι εκεί.

Κι ύστερα, φεύγουν. Μας σημαδεύουν για μια ολόκληρη ζωή, κι ακόμα κι αν υιοθετήσουμε άλλο σκυλί, η θέση τους στη δεξιά άκρη στον καναπέ, θα είναι παντοτινά δική τους. Γιατί αυτά τα χνουδωτά πλασματάκια έγιναν μέλος της οικογένειάς μας. Κι όταν φύγουν, η απώλεια κι ο πόνος που αφήνουν πίσω, είναι ο ίδιος πόνος ακριβώς με το να χάσεις δικό σου άνθρωπο. Κάνεις δε μας προετοιμάζει γι’ αυτήν την απώλεια. Πώς να πεις αντίο σε μια ύπαρξη που μόνο χαρά και γέλια σου χάριζε;

Το σκυλί σου το βαφτίζεις μωρό σου, αδελφό σου, κολλητό σου και δεν το ξεχνάς ποτέ. Γιατί εσύ εξημέρωσες αυτό κι αυτό εξημέρωσε εσένα.

Αφιερωμένο. Από το μόνο πράγμα που δεν μπόρεσα να σε προστατέψω ήταν ο χρόνος, F.

Συντάκτης: Μέλπω Θεοδώρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου