Ο Νίτσε είχε πει πως «Χωρίς μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος». Είπε, επίσης, ότι «Το πιο σκληρό ναρκωτικό είναι το εγώ». Δύο αποφθέγματα που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζουν να μην έχουν καμία γέφυρα που να τα συνδέει σημασιολογικά. Έλα όμως ο άνθρωπος έκανε και πάλι το θαύμα του. Κι έτσι, ανάμεσα σε παρτιτούρες και μουντζουρωμένα χαρτιά, προκύπτει το εξής ερώτημα: Σε ποιον ανήκουν τελικά τα τραγούδια, σ’ αυτόν που τα γράφει ή σ’ αυτόν που τα τραγουδάει;
Δημιουργοί και τραγουδιστές χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα διεκδικώντας την κηδεμονία τους. Κι όλοι εμείς, ως άμαχος πληθυσμός, παρακολουθούμε αγαπημένους καλλιτέχνες να μετατρέπουν τις νότες και τους στίχους σε χειροβομβίδες σ’ ένα παράλογο αγώνα επικράτειας. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που τους αποπροσανατολίζει αλλά καλό θα ήταν να επαναπροσδιορίσουν τον σκοπό τους γιατί θύμα είναι η ίδια η μουσική που, μπορεί να μην πέφτει τόσο εύκολα, αλλά σίγουρα θίγεται.
Ένα τραγούδι γράφεται αρχικά για να ξορκίσει τα σκοτάδια του δημιουργού του. Για να βρουν δηλαδή διέξοδο τα συναισθήματα και οι σκέψεις του. Απελευθερωτική αλλά κι επίπονη διαδικασία μιας και ο συνθέτης/ στιχουργός βουτάει σε πολύ βαθιά λημέρια της ψυχής του καταθέτοντάς τη γυμνή κι ατόφια. Ίσως γι’ αυτό να επιμένει πως η κυριότητα των τραγουδιών είναι δική του αφού μ’ αυτό τον τρόπο νιώθει πως την προστατεύει.
Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται ο ερμηνευτής που με τη φωνή και το φως του δίνει σάρκα κι οστά στην έμπνευση του δημιουργού. Είναι εκείνος που κρατάει το τιμόνι σ’ αυτό το μουσικό ταξίδι. Όσο καλό κι αν είναι το αμάξι που οδηγεί, εάν δεν ξέρει να το κουμαντάρει τότε θα το στουκάρει. Όπως και το αντίστροφο, αφού ένας καλός κι έμπειρος οδηγός μπορεί να σώσει μια μηχανική βλάβη ή ένα σκασμένο λάστιχο. Η παρουσία του λοιπόν είναι καθοριστική για την πορεία ενός τραγουδιού. Για να μπορέσει όμως ο ερμηνευτής να επικοινωνήσει ένα τραγούδι, το κάνει ρούχο του. Γίνεται ένα με το δέρμα του και έτσι το νιώθει «δικό» του. Και κάπως έτσι αρχίζει η κόντρα.
Μια κόντρα χαζή και ανώφελη αφού τραγουδιστές και δημιουργοί είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, απαραίτητοι για τον καθορισμό της αξίας του. Από τη στιγμή που κατεβάζουν το στυλό και το μικρόφωνο, η δική τους λύτρωση έχει επιτευχθεί. Τότε κλίνονται να επιλέξουν εάν αυτό που δημιούργησαν θα μείνει κλειδωμένο στο συρτάρι τους ως κάτι αυστηρά προσωπικό ή θα κοινοποιηθεί με σκοπό να λυτρώσει κι άλλους ανθρώπους. Εάν επιλεγεί το δεύτερο, τότε το τραγούδι παύει να τους ανήκει αποκλειστικά αλλά ανήκει σε όποιον το ακούει κι εντοπίζει σε αυτό τον εαυτό του.
Εξάλλου αυτό είναι που χαρίζει στη μουσική το στέμμα και τη χρήζει βασίλισσα των τεχνών. Που μέσω αυτής οι άνθρωποι μπορούν να εξηγήσουν τα συναισθήματά τους και να νιώσουν λιγότερο μόνοι. Τη στιγμή της ακρόασης δημιουργείται μια παράξενη σύνδεση, σχεδόν θεϊκή, που δίνει την αίσθηση στον ακροατή ότι αυτό που ακούει έχει γραφτεί γι’ αυτόν αφού περιγράφει τη δική του ιστορία. Κι έτσι, το τραγούδι γίνεται δικό του. Όλοδικό του.
Τα τραγούδια λοιπόν δεν ανήκουν ούτε σε αυτόν που τα γράφει ούτε σε αυτόν που τα τραγουδάει αλλά ανήκουν σε αυτόν που τα ακούει. Χωρίς φυσικά αυτό να ακυρώνει τη συμβολή των δημιουργών και των ερμηνευτών. Είναι επαγγελματίες που αφιέρωσαν τον χρόνο και την ψυχή τους για να παράξουν έργο το οποίο πάντα θα έχει τη σφραγίδα τους. Η δική τους επιτυχία όμως κρίνεται από το πόσοι από τους ακροατές θα ταυτιστούν με αυτό το έργο. Επομένως, με το να διεκδικούν τον αποκλειστικό τίτλο ιδιοκτησίας των τραγουδιών και να δημιουργούν έριδες μεταξύ τους, στερούν από το διψασμένο κοινό τη σύνδεση.
Οι τραγουδιστές κι οι δημιουργοί είναι σαν τους γονείς, που, με απαραίτητη τη συμμετοχή και των δύο, γέννησαν ένα παιδί, το μεγάλωσαν με κόπο και θυσίες και το άφησαν να βρει τον δρόμο του. Κανένα παιδί δεν ανήκει στους γονείς του χωρίς αυτό να μειώνει τη συνεισφορά τους. Έτσι και τα τραγούδια. Κι αν πρέπει σώνει και ντε ν’ ανήκουν σε κάποιον, τότε ανήκουν σ’ εμένα, σ’ εσένα και σ΄ όσους ακούνε σ’ αυτά το soundtrack της ζωής τους.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου