Η σύγχρονη τεχνολογική ιδεολογία προωθεί γενικώς το κέλευσμα της πολυσύνθετης λειτουργίας των πάντων. Όλα τα σύγχρονα μέσα διαθέτουν το χαρακτηριστικό της πολλαπλότητας στις λειτουργίες τους. Αυτή η ιδεολογία πέρα από σχεδόν όλα τα μέσα και τομείς, επηρέασε και τη μουσική. Κι αυτή με τη σειρά της έπρεπε να ενταχθεί στο ευρύτερο διαδικτυακό πλαίσιο λειτουργίας, με αποτέλεσμα το streaming και η διαδικτυακή αναπαραγωγή μουσικής από διάφορες πλατφόρμες να αποτελούν κανόνα. Σε αυτό το κλίμα ψηφιακής επικράτησης συντελείται τα τελευταία χρόνια μια αναλογική αναγέννηση (ή επανάσταση), με τους λάτρεις του βινυλίου να αυξάνονται όλο και περισσότερο, συμπαρασύροντας την άνοδο και του μέσου που το παράγει, του πικάπ. Σε μία εποχή που άνθρωποι και πράγματα τα κάνουν όλα και συμφέρουν, το πικάπ επικρατεί και ξεχωρίζει, κάνοντας μόνο ένα πράγμα, αλλά το κάνει μοναδικά.
Η ακρόαση μουσικής μέσω πικάπ αποτελεί ίσως την εναργέστερη υλοποίηση της φράσης «το μέσο είναι το μήνυμα», δηλαδή το μέσο που παράγει το μήνυμα είναι που αλλάζει ολοκληρωτικά τον τρόπο που γίνεται αντιληπτό από τον δέκτη το ίδιο το μήνυμα. Χαρακτηριστικό της παραπάνω θεώρησης είναι πως αρκετοί λάτρεις του πικάπ, κάνουν λόγο για καλύτερη και πιο ευλαβική ακρόαση ενός δίσκου βινυλίου από την ακρόαση του ίδιου δίσκου σε ένα σύγχρονο ψηφιακό μέσο. Φαίνεται πως το πικάπ δημιουργεί μία βιωματική εμπειρία στον ακροατή, διαφοροποιώντας εν γένει τον τρόπο που ακούει κανείς μουσική.
Το πικάπ λοιπόν, δεν είναι απλά μία παρωχημένη συσκευή που αναπαράγει μουσική, όπως θεωρούν οι περισσότεροι. Το πικάπ είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και μοναδικό, το οποίο, για τους ανθρώπους που το χρησιμοποιούν, μοιάζει περισσότερο σαν μία προσωπική ιεροτελεστία, μία προσωπική βιωματική στιγμή στην καθημερινότητα. Όλα ξεκινούν από την προετοιμασία, όταν γονατίζεις μπροστά στη συλλογή των δίσκων, σαν άλλος προσκυνητής της μουσικής δημιουργίας, για να διαλέξεις τον πρώτο δίσκο που θα σε συντροφεύσει κι αυτό το βράδυ. Αφού τα παρατηρήσεις, εν τέλει επιλέγεις και τότε προσεκτικά το βγάζεις από το εξώφυλλο και το ακουμπάς στο πικάπ. Γυρνώντας, το χαϊδεύεις με το μαντίλι ευλαβικά, ώστε όταν έρθει η στιγμή, να βγει από τα ηχεία η πιο καθαρή πτυχή της μουσικής ψυχής του.
Κι έρχεται η ώρα της ακρόασης, η μοναδικότητα της οποίας είναι που δίνει το δικαίωμα να χαρακτηριστεί το μέσο αυτό και ως «ζωντανός οργανισμός». Κι αυτό γιατί παράγεται μουσική μπροστά σου, μέσω της αφής, μόνο για σένα. Η βελόνα της κεφαλής ακουμπά ανεπαίσθητα τον κώδικα που είναι χαραγμένος στον δίσκο, μετατρέποντας ένα μαύρο χαραγμένο υλικό σε άυλη μουσική ατμόσφαιρα. Το συναρπαστικό είναι πως αυτή η μουσική μυσταγωγία είναι διαφορετική για κάθε χρήστη. Κάθε δισκάκι που γυρνά, διαχέει στον χώρο τον προσωπικό του ήχο από τις γρατσουνιές που δημιούργησαν, τα ζαλισμένα βράδια που περάσατε παρέα, άγαρμπα τρεμάμενα χέρια, ακουμπώντας τη βελόνα πάνω τους. Άλλα δισκάκια φέρουν σημάδια των καιρών που πέρασαν παρατημένα για χρόνια σε κάποια παλιά σκονισμένη αποθήκη, αναπολώντας την παλιά, ένδοξη και ηχηρή τους εποχή, νομίζοντας πως ποτέ δεν θα φωνάξουν ξανά σε κανέναν, για να μοιραστούν κι αυτά με κάποιον πάλι τα μουσικά τους μυστικά.
Γενικώς η όλη μυσταγωγική εμπειρία ακρόασης σε περνά σε άλλη εντελώς διάσταση. Πιάνοντας τον βραχίονα τοποθετείς την βελόνα πάνω από τις γραμμές του δίσκου. Κι αυτή κοιτά νοσταλγικά, πριν ακουμπήσει το βινύλιο, τις πτυχές των εσοχών που έχει ακουμπήσει τόσες φορές, μα κάθε φορά μοιάζει μοναδική, αφού οι επαναλήψεις των κομματιών άφησαν στον δίσκο τα σημάδια των δικών τους δειλινών. Κι ανάμεσα σε όλα αυτά κι εσύ που χαζεύεις το δισκάκι σου προοικονομώντας το ρίγος της στιγμής που ακούγοντας θα φέρεις ζωντανά στο χώρο, σημάδια της δικής σου προσωπικής επανειλημμένης παρελθοντικής ανάμνησης.
Καθισμένος μπροστά του, χαζεύεις βλέποντάς το να περιστρέφεται κι ασυναίσθητα πιάνεις στα χέρια σου το εξώφυλλο του δίσκου που ικανοποιεί την αρμονία του ήχου. Εκεί, παρατηρώντας τα χρώματα και τις μορφές που πλαισιώνουν το περιτύλιγμα του βινυλίου, ο ήχος γίνεται εικόνες. Ψάχνεις το εσωτερικό και βλέπεις τους στίχους, ξεφυλλίζεις τις σελίδες, βρίσκεις το κομμάτι που παίζει και διαβάζεις. Κι από κει που ήταν μόνο ο ήχος, ήρθαν οι εικόνες, κι οι στίχοι που διαβάζεις, όλα μαζί τα κάνουν συναίσθημα, αφήνοντάς σε στη μέση του δωματίου μόνο, μα τόσο γεμάτο με αισθήσεις και σκέψεις, σ’ ένα προσωπικό βιωματικό και έντονο ταξίδι.
Το πικάπ δεν είναι ένα απλό, απαρχαιωμένο μέσο μουσικής αναπαραγωγής. Μοιάζει περισσότερο με τον θεματοφύλακα που αποδίδει τον ανάλογο φόρο τιμής στη μουσική δημιουργία, την οποία ο συρφετός της ψηφιακής πραγματικότητας και ταχύτητας έχει καταφέρει να αλλοιώσει μέσα σε πρόχειρα πεντάγραμμα εύκολων μπιτ και στίχων που κυκλοφορούν. Πέρα από μοναδική εμπειρία ακρόασης, προσφέρει και τη δυνατότητα ενός προσωπικού ταξιδιού στον υπόηχο και τη μυσταγωγία που δημιουργεί για τον χρήστη, επενδύοντας με ήχο, χρώμα και συναίσθημα τις προσωπικές του στιγμές και σκέψεις.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου