Γεμάτες οι μέρες από συνήθεις διαδρομές. Διαδρομές που ακολουθούμε μηχανικά, σχεδόν ασυνείδητα, για να φτάσουμε κάπου. Περνάμε από δρόμους, μας προσπερνούν αυτοκίνητα, μας καλύπτουν κτίρια που κρύβουν το φως, ήχοι, φωνές και βουητά, άνθρωποι διάφοροι, αδιάφοροι, άλλοι σκυφτοί, άλλοι σκυθρωποί, κάποιοι χαμογελαστοί. Υπάρχουν όμως και κάποιοι, λίγοι συνήθως, που καθηλώνουν το βλέμμα και μέσα στη βουή της πόλης και τη φρενίτιδα της κίνησης μας βάζουν σε σκέψεις. Αυτοί οι λίγοι που όσο τους κοιτάς, αυτή η συνήθης διαδρομή, που έχεις περάσει τόσες φορές και ποτέ δεν της έχεις δώσει πραγματική σημασία, αποκτά νόημα, χρώμα, ήχο, ψυχή. Το σημείο που σε καθήλωσε αυτός ο άνθρωπος, γίνεται πια σήμα κατατεθέν της διαδρομής κι όποτε ξαναπεράσεις δημιουργείς την εικόνα που σε καθήλωσε τότε, εκείνη την πρώτη φορά.

Μία τέτοια συνηθισμένη μέρα λοιπόν, από αυτές τις πολλές που βιώνουν όλοι καθημερινά, γκρινιάζοντας για την κακή τους τύχη, τη βαρετή δουλειά, τα έξοδα, τους ανεκπλήρωτους έρωτες κι άλλα πολλά, που στο προσωπικό λογικό του καθενός μοιάζουν ασήκωτα βαριά φορτία, το βλέμμα καθηλώθηκε και οι σκέψεις οργίασαν. Η επικείμενη εικόνα σήκωσε ένα κύμα σκέψεων κι αισθημάτων που φαινόταν αδύνατον να σταματήσει από οποιοδήποτε φράγμα καθημερινών και μεμψίμοιρων σκέψεων.

Πίσω από το τιμόνι, ένα ακόμα ανιαρό μεσημέρι, που προσπαθούσε να γίνει διασκεδαστικό με τα κρύα αστεία ενός κάποιου ραδιοφωνικού παραγωγού και τον υπόηχο ενός πολυλάλητου σουξέ, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο ύψος του γηπέδου του Παναθηναϊκού, τα μάτια γυρνούσαν εδώ κι εκεί, ψάχνοντας νόημα σε μία τυπική Τρίτη και το μυαλό, στα δικά του «δύσκολα» προσωπικά προβλήματα. Σε όλα τα κενά που αντίκριζαν τα αδηφάγα για νόημα μάτια, στον γεμάτο θορυβώδη ορίζοντα, μία εικόνα, ένας μικρός άνθρωπος, τα γέμισε, τους έδωσε φως, τα καθήλωσε, τα ανάγκασε να σταθούν, να παρατηρήσουν, μεταλλάσσοντας το οπτικό μήνυμα σε κάτι πιο πνευματικό και βαθιά ψυχικό.

Ένα παιδί ήταν, αλλά διαφορετικό από τα πολλά που βλέπει κανείς καθημερινά. Εκεί στο πεζοδρόμιο περπατούσε, χωρίς μαλλιά, με μία μάσκα στο πρόσωπο και με μάτια λίγο σκοτεινά, κρατώντας από το χέρι τη μητέρα του. Δε χρειάστηκε ιδιαίτερη ευφυΐα για να αντιληφθεί κανείς πως κάποιο πρόβλημα υγείας αντιμετώπιζε. Το οξύμωρο της αθώας ηλικίας με το ώριμο βάρος που έπρεπε να σηκώσει στις πλάτες του, κόμπο έκανε το στομάχι. Κατά τη δημιουργία αυτού του αισθήματος, αυτό το παιδί έκανε κάτι που φώτισε ολόγυρα τη γκρίζα ατμόσφαιρα της πολυσύχναστης λεωφόρου, σαν να ένιωσε κι αυτό, το ίδιο σφίξιμο που προκάλεσε η εικόνα του. Άφησε το χέρι της μητέρας του, την κοίταξε , τη σκούντηξε κι άρχισε να τρέχει– ένα παιχνίδι ξεκίνησε, ένα απλό κυνηγητό, όπως άλλωστε αρμόζει σ’ έναν πιτσιρικά της ηλικίας του. Δεν μπορούσες να καταλάβεις τι είχε, αλλά αυτή η ανεμελιά κι αδιαφορία για ό, τι κι αν ήταν αυτό, το έσβηνε μονομιάς.

Φαινόταν εξ’ αρχής, από την πρώτη ματιά, πραγματικά ταλαιπωρημένο κι αδύναμο, όμως ξεκίνησε να τρέχει, με τόση δύναμη, που έμοιαζε εξωπραγματική. Ήταν τόσο εκρηκτικός και παιδικός ο τρόπος που κινούταν, κάνοντας τον καθένα να φανταστεί το πιθανό ανέμελο και θορυβώδες γέλιο του κάτω από τη μάσκα που φορούσε. Όσο κι αν αυτή η πράσινη μάσκα έκρυβε το γέλιο, κατάφερνε να καλύψει το θόρυβο μιας πολύβουης λεωφόρου. Μ’ αυτό το κυνηγητό φάνηκε σαν να έτρεχε να προλάβει μία ζωή που του στερήθηκε κι έμοιαζε να τελειώνει. Μια ζωή που του στερεί την ανέμελη ελευθερία της ηλικίας του. Μια ζωή, που άλλοι, χωρίς τα βάρη του πιτσιρίκου, παρατούν μοιρολογώντας και γκρινιάζοντας για την κακή τους τύχη. Κι εκείνος, μάλλον στον δικό του συνήθη δρόμο για κάποιον γιατρό ή νοσοκομείο, απομάκρυνε με θάρρος και ζηλευτή ανεμελιά τα σύννεφα μιας ζωής τόσο δύσκολης. Σαν να άκουγε τις σκέψεις όσων καθήλωσε η εικόνα του και να’ πε «Δε με νοιάζει ρε! Εγώ θα το ζήσω!». Αν και τόσο μικρός, έδειχνε τόσο μεγάλος, τόσο δυνατός, σαν να έσβησε την αρχική καχεκτική και ταλαιπωρημένη εικόνα που σταμάτησε τα μάτια της ασταμάτητης λεωφόρου.

Ποια δύναμη, κάνει κάποιον τόσο μικρό να αντιμετωπίζει με τέτοιο μεγαλείο μια ζωή τόσο άδικη; Αυτός ο πιτσιρικάς, εκείνο το κενό μεσημέρι μιας ανούσιας Τρίτης, έδειξε σε όσους τον κοίταξαν τον τρόπο που πρέπει να αρπάζουμε τη ζωή. Απέδειξε την αξία των στιγμών, τη δύναμη της ψυχής, έγινε πρότυπο θάρρους.  Τι άλλο θα μπορούσε να είναι το θάρρος αν όχι η δυναμική κι ανέμελη αντιμετώπιση σκληρών στιγμών ή μιας ολόκληρης ζωής κάποιες φορές; Τέτοια παιδιά, θρασύτατα, ανέμελα στα δύσκολα που κληρονόμησαν είναι οι πιο σοφοί δάσκαλοι που μας μαθαίνουν το νόημα και την ουσία της ζωής.

 

Συντάκτης: Γιώργος Σαρδέλης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου