Η έννοια της ελευθερίας είναι συνδεδεμένη με αγώνες ανθρώπων και εθνών κατά δυναστών και τυράννων, είναι η έννοια που σηματοδότησε αυτούς τους αγώνες και αποτέλεσε το μεγάλο και ισχυρό όπλο επαναστάσεων, οδηγώντας σε χρυσές σελίδες ιστορικής εποποιίας με επισφράγισμα την ανεξαρτησία ολόκληρων λαών. Βέβαια, εκτός από αυτή την έννοια, η ελευθερία είναι και μία λέξη που κατά γενική ομολογία χαρακτηρίζει τη σύγχρονη εποχή, στην οποία μετά πολλών ανθρωπιστικών κατακτήσεων, άνθρωποι παλιότερα δέσμιοι καταστάσεων, στερεοτύπων και αντιλήψεων κατάφεραν να τη γευτούν. Ήρθε λοιπόν ο καιρός, που ο άνθρωπος κομπάζει για την κατάκτηση της ατομικής ελευθερίας του καθενός σ’ έναν σύγχρονο ανθρωπιστικό κόσμο.
Ωστόσο, στον σύγχρονο αυτό κόσμο, αν και φαινομενικά καταργήθηκαν οι αντικειμενικές φυλακές που κρατούσαν παλιότερα τον άνθρωπο δέσμιο, δημιουργήθηκαν πολλές υποκειμενικές μικρές φυλακές, που δημιουργούν εσωτερικά ανελεύθερες ψυχές. Τα υποκειμενικά αυτά κελιά είναι δημιούργημα της συλλογικής ζωής, των προτύπων, της κοινωνίας, της οικογένειας, ακόμα και του ίδιου του ανθρώπου πολλές φορές. Κι αυτό συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος ξέχασε ή δεν έμαθε ποτέ τι σημαίνει αυτή η λέξη, ξέχασε τη βαρύτητα και την ουσία μίας έννοιας τόσο μεγάλης, όσο κι η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη. Ίσως χρειάζεται μία μικρή αναδρομή για να καθαρίσουν τα νερά της λήθης που θόλωσαν την έννοια αυτού του όρου.
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ετυμολογίες για την ελευθερία είχε δοθεί σ’ ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά λεξικά, το Μέγα Ετυμολογικόν (ή Etymologicum Magnum), το οποίο φέρεται να έχει εκδοθεί το πρώτο μισό του 12ου αιώνα. Σ’ αυτό το λεξικό, στη σελίδα 176, στο γράμμα έψιλον, αναφέρεται πως η λέξη ελευθερία προέρχεται «παρά τό ἐλεύθειν ὅπου ἐρᾶ τίς», δηλαδή «να πηγαίνει κάποιος εκεί όπου αγαπάει/επιθυμεί». Αυτή η βυζαντινή ανάλυση προτρέπει ο καθένας να κάνει ό,τι γεννά πραγματικό έρωτα στην ψυχή του. Δεν αρκεί απλά να μην είσαι , να είσαι συνταγματικά ελεύθερος, αλλά πρέπει να βαδίζεις σε ό, τι ταράζει την ψυχή, σε ό, τι δημιουργεί φαντασιακή δημιουργία, σε ό, τι συγκλονίζει. Η σύγχρονη ζωή ρουτίνας, ημιμέτρων και συμβιβασμών γεννά ερωτήματα σχετικά με την προσωπική ελευθερία του καθενός.
Μήπως αυτές οι υποκειμενικές συνθήκες, που έχουν διαμορφωθεί, στερούν την ελευθερία; Κι αν ναι πόσο κοστίζει να την επανακτήσει ο άνθρωπος; Τι σημαίνει σήμερα να είναι κανείς ελεύθερος, το συλλογίστηκε κάποιος ποτέ; Άλλοι τη ζωή τους έδωσαν γι’ κείνη και σήμερα ο άνθρωπος ούτε τα απλά που τον περιβάλλουν δεν αλλάζει γι’ αυτή. Φοβάται, τρέμει, ριγεί. Γιατί; Τι είναι η ζωή αν δεν είναι κανείς ελεύθερος; Ποιοι λόγοι αφήνουν δεσμά γερά ριζωμένα που καθιστούν τον άνθρωπο υπάνθρωπο; Γιατί άραγε ο άνθρωπος να βολεύεται έτσι;
Σαν το νερό πρέπει να γίνει και να παίρνει μορφή των καταστάσεων. Δεν είναι οι άνθρωποι μορφές στέρεες, να χωρούν συγκεκριμένα. Αερικό είναι και παντού ταιριάζουν κι όπου στριμώχνονται και πνίγονται ας φεύγουν. Γεμάτη είναι η ζωή με ανοιχτά παράθυρα που άλλοι θα κλείσουν κατάμουτρα. Ας γίνει ο άνθρωπος βοριάς που θα τ’ ανοίξει κι ας βρει επιτέλους το φως του. Μάλλον δεν είναι ο καθένας γι’ αυτά που λένε πως τον φτιάξανε, αλλά μόνο για τα δικά του υπάρχει. Ποιος θα ορίσει την έννοια της ύπαρξης αν όχι ο καθένας για τον εαυτό του; Πρέπει να γίνει μια στάση προσωπική, αυτή που θα δώσει τη νίκη ενάντια στους προσωπικούς τυράννους του καθενός.
Μας πείσανε στο παραμύθι των λαθών και πιστέψαμε πως ο κόσμος δεν αλλάζει. Μα αλλάζει, αρκεί η πίστη και το πείσμα. Εμείς είμαστε ο κόσμος μας κι ο ορισμός του δικός μας. Αρκεί η σκέψη της ζωής σαν στιγμή στο αχανές πεπερασμένο για να αντιληφθεί κανείς την ουσία. Ούτως ή άλλως, η ζωή, λένε, είναι στιγμές. Ας σκεφτούμε λοιπόν ποιες στιγμές κάνουν υποφερτές τις ανεπιθύμητες ώρες. Ποιες στιγμές νοηματοδοτούν τον ερχομό μας;
Ο καθένας μάλλον ήρθε να πληρώσει το δικό του κρίμα, γι’ αυτό ας αφήσουμε τα χρωστούμενα. Ας πάψουμε να χρεωνόμαστε στα επιβεβλημένα, γιατί απλήρωτο κι επίτοκο θα μας μείνει το δάνειο. Ας διωχθούν οι δανεικές ζωές που κληρονομήθηκαν. Ο καθένας ας χρεωθεί προσωπικές ιδέες κι όνειρα. Είναι τα μόνα που με το που τα πιάσεις, νιώθεις ανάλαφρο το βάρος του χρέους.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου