Πολλές κουβέντες έχουν γίνει γύρω από τον ορισμό της τέχνης. Ο όρος αυτός, η εννοιολογική του απόχρωση καθώς και η σύλληψή του από κάθε άτομο πέραν των γνωστών προστριβών, μπορεί ακόμα και να προσδώσει χαρακτηρισμούς σε ανθρώπους, να τους κατηγοριοποιήσει σε ποιοτικούς και μη. Φαίνεται λοιπόν, πώς η αντίληψη του όρου μπορεί να διακρίνει ανθρώπους, γεγονός που έρχεται σε άκρα αντίθεση με τον αμιγή σκοπό της τέχνης, που στόχος της είναι μόνο να ενώσει.
Μέσα σε αυτό το αμφίσημο κλίμα μοιάζει εύλογο το ερώτημα περί των αξιολογικών κριτηρίων καθορισμού της τέχνης. Η λέξη τέχνη κυριολεκτικά σημαίνει γέννηση, εκπορευόμενη από το ρήμα τίκτω (γεννώ). Ωστόσο, η γενεσιουργός δύναμη της τέχνης βρίσκεται αλλού. Συγκεκριμένα, εδράζεται στην συναισθηματική υπόσταση του καλλιτέχνη αφενός, και στην αισθητική αντίληψη του δέκτη αφετέρου.
Η καλλιτεχνική δημιουργία –κάθε είδους– πηγάζει πρωτίστως από τα αβίαστα και διακαή αισθήματα του δημιουργού. Αυτός είναι που νιώθει την ανάγκη να μορφοποιήσει το ρευστό και ακαθόριστο εσωτερικό του κόσμο. Ο καλλιτέχνης έχει το θάρρος να αποτινάξει κάθε εσωτερικό αμυντικό μηχανισμό, να απογυμνωθεί στο κοινό του και να το μυήσει στον ψυχικό του κόσμο, να το μεταμορφώσει σε συναισθηματικούς κοινωνούς του είναι του. Μία τόσο μεγαλειώδης συναισθηματική πράξη δε θα μπορούσε να μορφοποιηθεί αν δεν υπήρχε η τέχνη. Μία έννοια που μεταμορφώνει την κραυγή, το κλάμα, τον πόνο, τη χαρά, τον έρωτα, το μίσος και κάθε λογής συναίσθημα σε αρμονικούς στίχους, γλαφυρές λογοτεχνικές γραμμές, ανεπανάληπτες εικόνες, βαριά βήματα σε σανίδια και προϊόντα αθάνατα στο χρόνο, κτήματα εσαεί.
Οι δημιουργοί έχουν το ευλογημένο ταλέντο να πλάθουν την ψυχή τους, έχουν τη δύναμη να δίνουν μορφή σε κάτι άυλο όπως το συναίσθημα αποτυπώνοντας κομμάτια του εαυτού και των εμπειριών τους σε διάφορες μορφές. Μέσω του φαντασιακού χώρου που δημιουργούν φωτίζουν την αλήθεια και βγάζουν τον άνθρωπο από το σκοτάδι της συναισθηματικής άγνοιας. Η δική τους ενδοσκόπηση μετατρέπεται σε προσωπική αυτογνωσία. Ο δέκτης γίνεται μάρτυρας ενός σιωπηρού εσωτερικού διαλόγου του δημιουργού με τον αληθινό εαυτό του. Ίσως λόγω αυτού του εσωτερικού αγώνα μερικοί από αυτούς είναι τόσο εκκεντρικοί ή εσωστρεφείς, αφού τα λένε όλα μέσω των βουβών συναισθηματικών κρότων της τέχνης τους. Αυτή ακριβώς είναι και η δύναμη τους που τους ξεχωρίζει από όλους τους άλλους.
Από την άλλη, ο δέκτης, που πιθανώς να στερείται τη δυνατότητα εξωτερίκευσης του εσωτερικού του κόσμου, βρίσκει συναισθηματική διέξοδο και λύτρωση στον ψευδαισθησιακό κόσμο ενός άλλου. Σε αυτό ακριβώς το σημείο δημιουργείται μία θεμελιώδης ταύτιση: ο καλλιτέχνης κι ο δέκτης γίνονται αμοιβαίοι κοινωνοί του ίδιου συναισθήματος. Ο δέκτης ταυτίζεται με την καλλιτεχνική έκφραση και γίνεται μέρος του δημιουργικού συναισθηματισμού. Δημιουργός και κοινό πλάθουν έναν αλληγορικό συναισθηματικό διάλογο και μέσω της δημιουργηθείσας πλάνης ο δέκτης ξεπερνά την προσωπική αλήθεια του εαυτού του και λυτρώνεται συναισθηματικά.
Λόγω του καλλιτέχνη ο άνθρωπος βιώνει την ψυχή του, αποτινάζει κι αυτός το συναισθηματικό του χιτώνα και εκτίθεται στη δύναμη της δημιουργίας. Την τέχνη την αντιλαμβάνεται κανείς από το προκληθέν ρίγος και την αμηχανία που κατακλύζει την ύπαρξη, σαν την τρεχάλα της καρδιάς στον πρώτο έρωτα.
Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι που διακρίνουν το καλλιτεχνικό προϊόν από τα σύγχρονα ευτελή εμπορευματοποιημένα υποπροϊόντα τέχνης. Η αμιγής τέχνη μιλά στην ψυχή, όχι βραχυπρόθεσμα, αλλά μιλά παντοτινά, είναι μία διαχρονικά συναισθηματική έκφραση ψυχής. Ακόμα κι αν οι καιροί μεταβληθούν, ακόμα κι αν το ίδιο το κοινό αλλάζει, αυτή πάντα θα έχει κάτι να πει κραυγάζοντας με σιωπηρή δημιουργία. Κι ίσως τότε πει κάτι που δεν είχε αντιληφθεί κανείς παλαιότερα. Φαίνεται πως έχει τη δύναμη να ξεκλειδώνει τις ψυχές, να τους δείχνει δρόμους να τρέξουν και τρέχοντας να ανακαλύψουν τον εαυτό τους αναζητώντας δικές του διαδρομές που οδηγούν στην προσωπική ουσία της ζωής. Όπως άλλωστε σημειώνει κι ο Πλάτωνας, η τέχνη δίνει ψυχή στις καρδιές και φτερά στη σκέψη. Αποτελεί εν ολίγοις το ρυθμιστή της θυμοειδούς υπόστασης που θα οδηγήσει στη νοητική χειραφέτηση.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου