Αυτή η μανία των ανθρώπων να τα ορίζουμε και να τα περιορίζουμε όλα έχει προκαλέσει παρεξηγήσεις, αιχμαλωσίες, εγκλήματα ολόκληρα. Κάπως έτσι πείσαμε και αφήσαμε να μας πείσουν ότι ο έρωτας είναι ένας. Όμως δεν είναι. Ο έρωτας είναι άπιαστος, αβάφτιστος, μαγνήτης. Είναι αυτός που κάπου σε πάει και δε λέει να σ’ αφήσει να φύγεις. Έρωτας είναι τα εισιτήρια χωρίς επιστροφή. Έρωτας είναι το Παλέρμο.
Αυτό δεν είναι και δεν πρόκειται να γίνει άλλο ένα τυπικό ταξιδιωτικό άρθρο γιατί έχει χάσει εκ προοιμίου κάθε αντικειμενικότητα. Κι όπως κάθε θολωμένος δε βλέπει μπροστά του, έτσι κι εγώ, που πάνε 10 μέρες που επέστρεψα απ’ το Παλέρμο και μετράω τις μέρες να επιστρέψω, δεν πρόκειται να σου γράψω απλώς πού να πας, τι να φας και πού να τα πιεις. Εδώ δεν είμαστε το tripadvisor. Σαν κάθε ερωτευμένος όμως θα σου μιλήσω για τον έρωτά μου και όπως κάθε ερωτευμένος απ’ τη μια θα επιζητώ το θαυμασμό σου κι απ’ την άλλη θα τρέμω μη και τον ερωτευτείς κι εσύ – γιατί ο έρωτας είναι κτητικός κι έτσι κτητικά επέμενα να θεωρώ την πόλη αποκλειστικά δική μου τις νύχτες με ψιλόβροχο που περπατούσα στην Quattro Canti και νιώθωντας σαν ηρωϊδα του Χεμινγουέι μοναδικός μου στόχος ήταν να χαθώ στο Παλέρμο. Και χάθηκα. Κι αν είναι μια φορά δύσκολο να εξηγήσεις τον έρωτά σου για ένα πρόσωπο, είναι δέκα περισσότερο να τον εξηγήσεις για έναν τόπο. Τις μέρες που ήμουν στο Παλέρμο, κουβαλούσα ένα μωβ τετραδιάκι στην τσάντα μου κι όποτε σταματούσα για λίγο τον ποδαρόδρομο είτε για espresso, είτε για pasta, είτε απλά για να συνειδητοποιήσω την ομορφιά γύρω μου, κρατούσα λίγες σημειώσεις. Έλεγα στον εαυτό μου ότι το έκανα για να ‘χω υλικό για το άρθρο που γράφω τώρα. Αηδίες! Στην πραγματικότητα ήθελα να αιχμαλωτίσω το θυμικό.
Όταν ο φίλος Χρήστος απ’ το iyouth.gr μου πρότεινε πριν κανένα μήνα να επιλέξω για επόμενο προορισμό ανάμεσα στο Βουκουρέστι, την Κρακοβία και το Παλέρμο, έχοντας πλήρη άγνοια του τι με περιμένει, επέλεξα το Παλέρμο καθαρά με μεσογειακά κριτήρια. Έχοντας την πρότερη εμπειρία της Ρώμης, σκέφτηκα ότι στο Παλέρμο θα συνδυάσω δουλειά+απόλαυση. Ούτε που κατάλαβα πώς ξέχασα τη δουλειά. Προσγειώθηκα Σάββατο πρωί, μια ηλιόλουστη μέρα που κατά τις 2 το μεσημέρι έπιασε τους 25 βαθμούς κελσίου. Μέσα σε μιάμιση ώρα πτήση εγώ άλλαξα εποχή, από χειμώνα σ’ άνοιξη. Και παρά τ’ ότι το προηγούμενο βράδυ το ‘χα πάει σερί για να ‘μαι σίγουρη ότι δε θα χάσω την πτήση με το που έφτασα στην πολυσύχναστη Via Maqueda κάθε κούραση εξαφανίστηκε. Βρέθηκα καταμεσής των χειμερινών εκπτώσεων που όλοι οι ντόπιοι έβγαιναν για ν’ απολαύσουν τη βόλτα τους. Ιδιαιτέρως φιλόζωη δεν είμαι αλλά δε γινόταν να μη με συγκινήσει το πλήθος των κατοικιδίων που έβλεπα να συνοδεύονται απ’ τους κηδεμόνες τους στο δρόμο. Έχω την εντύπωση ότι τόσα σκυλιά δεν έχω ξαναδεί. Όχι αδέσποτα, όχι παραμελημένα. Σκυλιά μέλη οικογενειών.
Είχα κάνει μια στοιχειώδη έρευνα πριν πάω κι ήξερα ότι το Παλέρμο φημίζεται για τις πότε άλλοτε μαφιόζικες καταβολές του, για τα γλυκά και τα θαλασσινά του και για τη μουσική του Nino Rota που έντυσε τον Godfather. Εκεί λοιπόν στα σκαλοπάτια του Τeatro Μassimo που διαδραματίστηκε μία απ’ τις συγκλονιστικότερες σκηνές στο Godfather 3 κι ενώ τραβούσα μανιακώς φωτογραφίες από όλες τις πιθανές γωνίες, γνώρισα τον Giuseppe που αποδείχτηκε ο καλύτερος ξεναγός που θα μπορούσε να μου τύχει. Παλερμιώτης απ’ τα γεννοφάσκια του, κοσμογυρισμένος κι έντονα πολιτικοποιημένος. Ήπιαμε καφέ στο φουαγιέ του θεάτρου κι εκείνος μου περιέγραψε τη μεταμόρφωση της πόλης τα τελευταία χρόνια χάρη και στη συμβολή του εν ενεργεία δημάρχου Leoluca Orlando. Οι δράσεις της μαφίας που ‘χαν ντύσει για χρόνια αφηγήσεις και συντηρούσαν την προκατάληψη για το Παλέρμο, μοιάζουν να ‘χουν περάσει ανεπιστρεπτί ώσπου μάλιστα το 2015 το Παλέρμο ανακυρήχθηκε μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της Unesco και καθόλου αδίκως μιας και μιλάμε για τη μεγαλύτερη παλιά πόλη της Ευρώπης. Εκεί, στα χιλιάδες -στην κυριολεξία- στενάκια της, άφηνα τα βήματά μου να περιπλανηθούν χωρίς να ‘χω συγκεκριμένο προορισμό, χωρίς πρόγραμμα κι άγχος – κι εξακολουθεί να με σοκάρει η συνειδητοποίηση του μη άγχους, γεγονός που ξέρω πως θα συναισθανθείτε όσοι έχετε συνηθίσει να ζείτε με το άγχος. Αφέθηκα όπως ακριβώς κι οι κάτοικοι της πόλης που όλοι τους ευλαβικά τα μεσημέρια κατεβάζουν ρολά κι απομονώνονται για την παραδοσιακή τους σιέστα. Αυτά τα ήσυχα μεσημέρια που η πόλη χαλαρώνει είναι η ιδανική στιγμή για να την ανακαλύψεις και να δεις και τα δύο της πρόσωπα. Να ξεκινήσεις το περπάτημα απ’ το παλιό ιστορικό κέντρο και να φτάσεις ως το σύγχρονο που θα σου θυμίσει τυπική Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Στην πραγματικότητα το Παλέρμο είναι μια λίγο μικρότερη Θεσσαλονίκη. Με περίπου 700.000 κάτοικους σου δίνει μεν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σ’ ένα αστικό κέντρο αλλά παράλληλα σ’ ένα παραθαλάσσιο θέρετρο. Οι όψεις της είναι τόσο ποίκιλες και τόσο αντιφατικές που αφενός είναι πρακτικά αδύνατον να τη βαρεθείς κι αφετέρου σε κάθε στροφή δεν έχεις την παραμικρή ιδέα πού θα βρεθείς.
“Αρκεί να μη βρεθείς στη Vucciria ή αν βρεθείς να ‘χεις το νου σου γιατί εκεί μεθάνε, παραπατάνε ίσως σου κλέψουν και το πορτοφόλι.” Ήταν δεδομένο ότι εφόσον μου πρότειναν ν’ αποφύγω τη γειτονιά της Vucciria θα πήγαινα το πρώτο κιόλας βράδυ. Εκεί όντως και μεθάνε, όντως και παραπατάνε και δε βρίσκω καθόλου πού είναι το κακό σ’ αυτό. Παράλληλα χορεύουν στο δρόμο, τσιμπολογάνε στο όρθιο arancini σε κάποια απ’ τις αυτοσχέδιες καντίνες (που το ‘χουν όπως έχουμε εμείς τα σουβλάκια, πάτα πάνω να μάθεις περισσότερα για την τοπική τους λιχουδιά) και κανένα δεκάλεπτο μετά την παραμονή σου στα στενάκια της περιοχής συνηθίζεις και τη μυρωδιά Εξαρχείων που υπάρχει στην ατμόσφαιρα – και μεταξύ μας, καθόλου δε σε χαλάει. Κι αν ξαφνικά νιώσεις πως βρίσκεσαι σε κάποια μητρόπολη της μεσογείου εξαιτίας της πολυπολιτισμικότητας που συναντάς εκεί, θυμίσου ότι η θάλασσα βρίσκεται μόλις πέντε λεπτά περπάτημα πιο πέρα. Φαντάζομαι ότι το λιμανάκι La Cala το καλοκαίρι σφύζει από ζωή και ταξιδιώτες, Φλεβάρη μήνα όμως που βρέθηκα εγώ εκεί ήταν σκέτο ποίημα, μια τέτοια απόκοσμη ομορφιά που δεν είναι καθόλου ν’ απορείς γιατί το Παλέρμο λεηλατήθηκε όσο λίγες πόλεις.
Θα περίμενε μάλιστα κάποιος επιφυλακτικότερος πως ακριβώς λόγω όλης αυτής της ταλαιπωρίας που έχει υποστεί ιστορικά η περιοχή οι άνθρωποι θα ‘ταν κάπως πιο συγκρατημένοι, ίσως όχι ιδιαιτέρως εγκάρδιοι, κάπως σκοτεινοί τύποι. Κάθε άλλο και πλέον ξέρω με βεβαιότητα πως ακριβώς αυτή τους η φωτεινότητα είναι και που με κέρδισε. Μάλιστα η συμπεριφορά τους μ’ έκανε ν’ αναθεωρήσω πολλές πάγιες αντιλήψεις που κουβάλουσα χρόνια ολόκληρα σαν μιάσμα και δεν έλεγα να συνειδητοποίησω το πόσο έξω είχα πέσει. Αν έχεις συνηθίσει να ζεις σε μεγαλούπολη απ’ αυτές που πετυχαίνεις το γείτονα στο ασανσέρ και με το ζόρι ξεστομίζετε μια καλημέρα μέσα απ’ τα δόντια και που στα σούπερ μάρκετ η μόνη φράση που ανταλλάσετε με την ταμία είναι “καρτούλα ΑΒ έχουμε;” τότε είναι βέβαιο ότι στο Παλέρμο θα σοκαριστείς διότι εκεί οι άνθρωποι μιλούν, μιλούν πολύ, μιλούν σχεδόν ασταμάτητα. Μα το εντυπωσιακότερο όλων είναι ότι σπανίως μιλούν για τον εαυτό, τα επιτεύγματα ή την καταγωγή τους. Μιλούν για μουσική, για συνταγές, για προορισμούς. Μιλούν για σένα και σε ρωτούν πράγματα. Διψούν να σ’ ανακαλύψουν. Δεν αντιμετωπίζουν ξενοφοβικά τον ταξιδιώτη μα τον υποδέχονται στο σπίτι ή το μαγαζί τους σαν φίλο και θαμώνα από καιρό. Και, ναι, παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι περισσότεροι εξ’ αυτών δεν παίζουν τ’ Αγγλικά στα δάκτυλα, αυτό δε δείχνει να τους πτοεί καθόλου στο να επικοινωνήσουν. Τουναντίον. Αυτοσαρκάζονται με την “ημιμάθειά” τους, τη σατυρίζουν, τσαλακώνονται, νιώθουν άνετα και αναπόφευκτα δημιουργούν τη συνθήκη για να αισθανθείς κι εσύ άνετα μαζί τους και ν’ αφήσεις στην άκρη το άγχος για το συντακτικό ή τη γραμματική σου. Τα μάτια κάνουν όλη τη δουλειά, τα μάτια και τα χαμόγελα, οι πιο έμπιστοι δείκτες συμπάθειας. Μπορεί αυτό ν’ ακούγεται ελαφρώς πρωτόγονο στην εποχή που θεωρητικά η επικοινωνία έχει απλουστευτεί -και στην πραγματικότητα έχει κατακρεουργηθεί, αλλά αυτό είναι άλλο μεγάλο θέμα- μα στην ταμπακιέρα όταν δε μιλάς την ίδια γλώσσα επικοινωνείς καλύτερα, διότι σ’ αυτή την περίπτωση το αλάθητο κριτήριο του ενστίκτου κάνει όλη τη δουλειά, κριτήριο που στις καθημερινές μας επαφές έχουμε βάλει στη σίγαση.
Ένα απ’ τα βράδια που γυρνούσα στο δωμάτιο κι είχε μια ελαφρά ψυχρούλα απ’ αυτές που οι ντόπιοι θεωρούν βαρυχειμωνιά κι οι υπόλοιποι ίσα ένα αεράκι επαναδιατύπωσα τους ορισμούς μου περί αυτοπεποίθησης. Η αυτοπεποίθηση δεν είναι απόμακρη, δεν έχει ιδέα από τουπέ και διαπιστευτήρια. Η αυτοπεποίθηση είναι ευγένεια. Δεν κάνει καμία προσπάθεια να πείσει. Και το Παλέρμο, το ταπεινό Παλέρμο, χωρίς τις πολλές μαρκίζες, χωρίς τα χιλιάδες πεντάστερα ξενοδοχεία, χωρίς τις φαμφάρες και τις διαφημιστικές καταχωρήσεις για σούπερ ασυναγώνιστες ταξιδιωτικές προσφορές, το Παλέρμο που καλά καλά δεν έχει εντοπίσει και το ίδιο την ταυτότητά του κι ακροβατεί ανάμεσα στο τότε και το τώρα, το Παλέρμο το ήσυχο τη μέρα και το ανήσυχο τις νύχτες, δεν κάνει καμία απολύτως προσπάθεια να σε πείσει ότι αξίζει να το ερωτευτείς. Απλώς υπάρχει και περιμένει να το αφουγκραστείς. Αν είσαι άξιος θ’ ακούσεις όσα έχει να σου πει. Και θα επιστρέψεις.
Υ.γ.1. Αν τύχει κι αγοράσετε από κάποιον πλανόδιο ή από κανένα μίνι μάρκετ κάτι δημοφιλείς καραμελίτσες που κυκλοφορούν εκεί και τις λένε “mentapiu” το νού σας: Έχουν διπλό περίβλημα και το κατάλαβα ενώ είχα φάει καμιά ντουζίνα μονοκοπανιά.
Υ.γ.2. Οι περισσότεροι από εμάς μπορεί να γνωρίσαμε το Παλέρμο μέσα απ’ το γνωστό παιχνίδι με τη νύχτα που πέφτει, οι άνθρωποι όμως εκεί ιδέα δεν έχουν ότι εμείς έχουμε παιχνίδι αφιερωμένο στην πόλη τους. Σ’ όσους το ‘πα πολύ χάρηκαν.
Υ.γ.3. Mi piacerebbe scusarmi con i lettori italiani di questo articolo per l’utilizzo di così tante metafore, perché Google translate ha probabilmente fatto un casino. Spero che sia stato in grado di trasmettere l’idea principale di esso.
* Το ταξίδι στο Παλέρμο ήταν μια ευγενική χορηγία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας κρατήσεων iyouth.gr στην οποία και μπορείς να βρεις τα οικονομικότερα πακέτα ταξιδιών στους πιο δημοφιλείς προορισμούς.