«- Είσαι να πάμε Τσεχία με το αμάξι; – Πάμε!».
Με αυτό το «πάμε!» πιστεύω ξεκινάνε όλα τα καλά ταξίδια. Κι αν για όχημα είχαμε μόνο το παλιό Hyundai Atos, είχαμε αρκετή τρέλα για να οργανώσουμε μία χειμωνιάτικη εξόρμηση στην Πράγα. Άλλωστε τα 2.000 χιλιόμετρα στο μυαλό μας, έμοιαζαν Σύνταγμα – Ομόνοια, μπροστά στο γόητρο που σχηματιζόταν γύρω απ’ αυτή τη νέα περιπέτεια. Καλοριφέρ στο αμάξι είχαμε, αλυσίδες για το χιόνι, οι χάρτες μας ήταν ενημερωμένοι, το μόνο που έμενε ήταν δύο εβδομάδες άδεια απ’ τη δουλειά και ζεστά ρούχα στη βαλίτσα. Η περιπέτειά μας ξεκινάει.
Αθήνα – Σκόπια
Πρώτη στάση ήταν τα Σκόπια. Εύκολη πίστα, απλά έπρεπε να διανύσουμε αποφασιστικά την Ελλάδα. Σε 7,5 ώρες ή αλλιώς σε 700 χιλιόμετρα θα βρισκόμασταν στην αρχή της περιπέτειάς μας, στην πόλη με τα πολλά αγάλματα. «Τι μπορεί να πάει λάθος;», είπαμε και το σύμπαν απάντησε: «Hold my beer». Λίγο πριν τα σύνορα και καθώς ο ήλιος έδυε, μας προδίδει η 5η ταχύτητα. Με ψυχραιμία κι αρκετή τρέλα διανύουμε τις τελευταίες ώρες μέχρι την πρώτη μας στάση, οδηγώντας με 4η ταχύτητα. Αισίως φτάνουμε στα Σκόπια. Η πόλη μαγευτική, όπως κάθε πόλη που βλέπεις όταν πας ταξίδι. Φωτισμένα αγάλματα, μία μίξη μουσουλμανικού και χριστιανικού κόσμου, μία πόλη που τη διασχίζει ο Αξιός ποταμός. Βολευόμαστε σε κατάλυμα και ξεκινάμε την εξερεύνηση στην παλιά πόλη – το αύριο μάς επιφύλασσε εξερεύνηση μηχανικού αυτοκινήτων.
Σκόπια – Νις
Το πρόβλημα στο αμάξι μάς κόστισε 3 μέρες απ’ το ταξίδι και 300 ευρώ, αλλά αν μη τι άλλο το αμάξι είχε καινούριο κιβώτιο ταχυτήτων και εμείς μία πολύ καλή εικόνα των Σκοπίων. Αφού φάγαμε του σκασμού στην παλιά πόλη, γυρίσαμε όλες τις γέφυρες με τ’ αγάλματα των ποιητών και γλεντήσαμε με τραγούδια. Όταν ήρθε η ώρα της αναχώρησης, η οποία σήμαινε και την είσοδό μας στη Σερβία. Οι Σέρβοι συνοριοφύλακες μάς χαιρετούσαν εγκάρδια. 2,5 ωρίτσες στο τιμόνι και φθάνουμε στη Νις. Το κρύο αρχίζει να θεριεύει κι αναζητούμε το φάρμακο που δεν είναι άλλο απ’ τη σέρβικη ρaκί. Την ημέρα η Νις μάς εκπλήσσει με τη γοτθική ατμόσφαιρα, σαν προάγγελος του τελικού μας προορισμού, με τον Πύργο με τα Κρανία αλλά και την πιο συγκλονιστική επίσκεψη, το στρατόπεδο συγκέντρωσης «Crveni krst» (Ερυθρός Σταυρός), το πρώτο ναζiστικό στρατόπεδο που ιδρύθηκε στα Βαλκάνια απ’ την Γκεστάπο το 1941 κι απελευθερώθηκε απ’ τους αντάρτες στις 14 Οκτωβρίου 1944. Ανατριχιάσαμε απ’ τη φρικαλεότητα του παρελθόντος και με συγκίνηση συνεχίσαμε το ταξίδι μας.
Νις – Βελιγράδι
Άλλες δυόμιση ώρες και φτάνουμε στο Βελιγράδι, την πρωτεύουσα της Σερβίας. Μας καλωσορίζει η μεγαλοπρεπής εκκλησία του Αγίου Σάββα και ξαφνικά η πόλη ζωντανεύει. Αστική κουλτούρα, φοιτητές, έθνικ μαγαζιά. Το Βελιγράδι είναι μία ζωντανή πρωτεύουσα με μποέμ κι έντονα αστικά στοιχεία κι εμείς ανυπομονούμε για ένα nightlife εκεί. Πάρκινγκ δεν υπάρχει πουθενά στο δρόμο και έτσι παρκάρουμε σ’ ένα ιδιωτικό. Αλλάζουμε ρούχα στο αμάξι και φύγαμε για μπαρότσαρκα στο Βελιγράδι. Βρίσκουμε μπροστά μας μία υπαίθρια αγορά με άφθονο street food, άφθονη μπiρα, δυνατή μουσική κι όλο το κόσμο του Βελιγραδίου. Ήμασταν στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή.
Βελιγράδι – Βουδαπέστη
Το Βελιγράδι μάς μάγεψε κι οι Σέρβοι έμοιαζαν να έχουν τόσα κοινά με το ελληνικό μας ταμπεραμέντο. Όμως όσο κι αν θέλαμε να κάτσουμε κι άλλο, μας περίμενε μία άλλη μεγαλοπρεπή πόλη: η Βουδαπέστη. Η απόλυτη κυρία, η Βουδαπέστη, εκπέμπει αέρα βασιλικό, αρχοντικό. Ο Δούναβης επιβλητικός που χωρίζει τη Βούδα και την Πέστη, το παλάτι και το Ουγγρικό κοινοβούλιο φωτισμένα, συνέθεταν ένα παραμυθένιο σκηνικό. Κάναμε κρουαζιέρα στον Δούναβη το βράδυ και μαγευτήκαμε απ’ τις εικόνες, ταξιδέψαμε στο χρόνο. Η επίσκεψη την επόμενη μέρα στο κάστρο της Βούδας μάς μετέφερε σ’ άλλον αιώνα και φανταζόμουν πως θα ήμουν αν ζούσα σε μια άλλη ζωή στο παλάτι τρώγοντας για πρωινό τα πεντανόστιμα στρούντελ. Στη Βουδαπέστη αρχίσαμε να παρατηρούμε πως μάς κοιτάζανε περίεργα. Εμάς ή το αμάξι; Στην Ουγγαρία δεν υπάρχουν πια τέτοια αμάξια κι έτσι οι ντόπιοι δεν έχασαν ευκαιρία να φωτογραφίζουν το παλιό Atos με τις ελληνικές πινακίδες.
Βουδαπέστη – Μπρατισλάβα
Απ’ την ουγγρική πρωτεύουσα κι έπειτα το ταξίδι αλλάζει μορφή. Ανεβαίναμε παρέα με το Δούναβη, πλάι στα κτίρια και τα κάστρα με το βασιλικό χαρακτήρα. Έτσι κι η επόμενή μας στάση, η Μπρατισλάβα μόνο ομορφιές είχε να μας χαρίσει. Η πρωτεύουσα της Σλοβακίας, είναι ένα μικρό διαμαντάκι. Το κέντρο της, στολισμένο με εκκλησίες, επιβλητικά κτίρια και γραφικές πλατείες. Το λαογραφικό στοιχείο έντονο, ειδικά στα εστιατόρια, που όσο και αν θελήσαμε να βιώσουμε δεν τα καταφέραμε. Η Μπρατισλάβα ήταν ασφυκτικά γεμάτη με τουρίστες – πολλούς εκ των οποίων Έλληνες- οπότε πήραμε μία απόφαση. Θα γυρνούσαμε το κέντρο σε δύο ώρες και θα φεύγαμε κατευθείαν για Πράγα. Άλλωστε το πρόβλημα με το αμάξι μάς είχε βγάλει ελαφρώς εκτός χρόνου, οπότε η Μπρατισλάβα θα μας χάριζε μία όμορφη βόλτα. Έκπληξη για εμάς ήταν τα τέλεια αγάλματα «Schöne Náci» και «Man at Work» , όπου φυσικά φωτογραφηθήκαμε.
Μπρατισλάβα – Πράγα
Λένε πως σημασία δεν έχει ο προορισμός αλλά το ταξίδι. Έλα όμως που καιγόμασταν να φτάσουμε στην Πράγα. Λίγο το σκοτεινό μυστήριο που αποπνέει απ’ τη γοτθική αρχιτεκτονική, λίγο η παράδοση που έχει στις μπiρες και τη γαστρονομία, ανυπομονούσαμε να μπούμε στην Τσεχία. Έτσι οδηγήσαμε 330 χιλιόμετρα σερί, ένα βραδινό ταξίδι, με χιόνι. Τα SUV να μας προσπερνούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αλλά εμείς καμαρωτοί με το τίμιο αμαξάκι μας καταφέραμε αξιοπρεπέστατα να φτάσουμε στην Πράγα. Ζαλισμένοι απ’ το ταξίδι, διψασμένοι και πεινασμένοι, αναζητήσαμε καταφύγιο στην πλησιέστερη μπiραρία – όνειρο. Η Πράγα το χειμώνα είναι μία σκοτεινή μαγεία, με τη γέφυρα του Καρόλου και τους τζαζ ήχους. Τα κάστρα και το μοναδικό αστρονομικό ρολόι προσδίδουν τον παραμυθένιο χαρακτήρα στην πόλη. Η αρχιτεκτονική της, με τους πύργους και την Παλιά Πόλη μάς μετέφεραν στον Μεσαίωνα. Τα είχαμε καταφέρει.
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος