Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα Αθήνα χωρίς τη συνοδεία γονέων. Θα την περιέγραφα ως ξεκάθαρο πολιτισμικό σοκ. Στιγμιαία, παίζει να μου θύμισε και ταξίδι στο εξωτερικό, καθώς ήταν και η πρώτη φορά που ανέβηκα σε αεροπλάνο.
Ας ξεκινήσουμε με το αεροδρόμιο λοιπόν. Κατεβαίνεις από το αεροπλάνο και νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μεγάλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, ρε φίλε. Νιώθεις το δέος του μεγάλου αεροδρομίου, τους πολλούς και περίπλοκους διαδρόμους απογείωσης και προσγείωσης, (στο Μακεδονία έχουμε τρεις), το καυσαέριο να σε χτυπάει οχτώ φορές περισσότερο στα μούτρα και την ασφυξία να έρχεται επικίνδυνα κοντά.
Αφού λοιπόν καταφέρεις να βγάλεις κάποια άκρη με τη βαλίτσα σου και να εξέλθεις του αεροδρομίου, αρχίζει ο πανικός που ακούει στο όνομα «τι μέσο μεταφοράς να πάρω». Ναι, φίλοι μου Αθηναίοι, αν πιστεύετε πως διαθέτετε και γαμώ τις συγκοινωνίες, κακώς το νομίζετε.
Αυτός που είχε αποφασίσει πώς θα ονομαστούν οι κατευθυντήριες του μετρό, πρέπει να βασανιστεί μέχρι θανάτου ακούγοντας Έφη Θώδη στη διαπασών. Άγιο Αντώνιο μου λέει κι Άγιο Δημήτριο. Εγώ Μαρούσι θέλω να πάω φίλε μου και νιώθω ότι για να το πετύχω αυτό πρέπει να κατέχω ορθόδοξες θρησκευτικές γνώσεις για τις Αθηναϊκές εκκλησίες.
Θα μου πεις εσύ μπουρτζόβλαχε επαρχιώτη Θεσσαλονικιέ, ένα λεωφορειάκι έχεις όλο κι όλο να σε κινεί, γι’ αυτό δεν ξέρεις την τύφλα σου από γραμμές και διακλαδώσεις. Ναι, θα το παραδεχτώ αυτό, ένοχη, κρεμάστε με. Δεν τις έχω μάθει γιατί δεν τις χρειάστηκα. Γιατί; Γιατί ο πόλη μου περπατιέται. Τόσο απλό. Αν θες να διασχίσεις μια κεντρική οδό της Θεσσαλονίκης, ας πούμε Εγνατία, θες περίπου μια ώρα και κάτι, γρήγορο περπάτημα. Πες μου πόση ώρα θες για την Κηφισίας.
Κακά τα ψέματα, παιδιά, η Αθήνα χωρίς αυτοκίνητο δεν αντέχεται. Όχι ότι με αυτοκίνητο γίνεται πολύ πιο προσβάσιμη, αφού εκτός από θρησκευτικά, πρέπει να κάθεσαι να υπολογίζεις και μονά ζυγά για να δεις πού θα παρκάρεις και πότε. Ενώ στη Θεσσαλονίκη ξέρεις, δε θα βρεις δεν υπάρχει χώρος, ξεπέρασέ το, άσε το αυτοκίνητο σπίτι.
Έστω ότι καταφέρνεις μετά βίας να βγάλεις κάποια άκρη με τις συγκοινωνίες και καταφέρεις να φτάσεις στον προορισμό σου. Πείνασες, θες να φας, πας για ένα γύρο γιατί είσαι κι Έλληνας. Όπα, δεν πας για γύρο στην Αθήνα, πας για σουβλάκι, αλλά τρως γύρο. Όχι δεν πας αρχικά για σουβλάκι και καταλήγεις να τρως γύρο, εξαρχής θες γύρο, αλλά το λες σουβλάκι. Αν θες σουβλάκι πρέπει να το ζητήσεις ως καλαμάκι εκτός κι αν θέλεις να σε κοιτάξουν με το βλέμμα του αρχαίου Έλληνα Αθηναίου, απόγονου του Περικλή και σε ρωτήσουν: Θεσσαλονικιός είσαι ε;
Ναι ρε, οπότε εγώ θα φάω γύρο κι εσύ κάτσε να λες τη σοκολάτα, φακές. Για να είμαστε, όμως, ακριβοδίκαιοι, με βαριά καρδιά θα σας παραχωρήσω τα δικαιώματα για τα κασέρια και τα τυριά. Κίτρινα τυριά είναι, αλλά δε θα τα πούμε ποτέ έτσι. Αποδεχτείτε το, για να αποδεχτούμε κι εμείς ότι λέτε όλα τα σοκολατούχα μίλκο και τη λεμονάδα λεμονίτα. Αστείο.
Τρως που λες το σουβλάκι σου μετά από μια ομολογουμένως δύσκολη συνεννόηση, οπότε ξεχύνεσαι στους δρόμους της Αθήνας. Αρχικά τι φάση, ρε παιδιά, με τις ταράτσες; Βαρεθήκατε τα κανονικά μαγαζιά και δεν αφήσατε ταράτσα για ταράτσα χωρίς μπαρ; Δηλαδή για να αποφασίσω πού θα κάτσω χρειάζομαι ελικόπτερο.
Μα εκεί σε κάποιο στενό θα αναγνωρίσεις όλη την κρυμμένη της μαγεία, αυτή που κρύβει πάντα πίσω από ένα σνομπ υπεροπτικό πρόσωπο. Στα μικρά καλντερίμια της Πλάκας που μυρίζουν κάτι από Άνω Πόλη, στην αίγλη του Θησείου, στην επιβλητική Ακρόπολη και τα χιλιάδες φωτάκια της πόλης, που θυμίζουν παλιά μαγική Ελλάδα, από ‘κείνες που θες να ρουφήξεις μέχρι την τελευταία σταγόνα γιατί έχουν πάντα κάτι να σου προσφέρουν στο επόμενο στενό.
Στα καφενεία των Εξαρχείων, που την πρώτη φορά που τα περπατάς, σε πιάνει αυτό το σφίξιμο στο στομάχι για την ιστορία που κουβαλάνε. Από το Μοναστηράκι με τις φωνές και την παιχνιδιάρικη διάθεσή του, μέχρι τις λιτές και αρχιτεκτονικές δομές του Καλατράβα, είναι μια πόλη που έχει κάτι από τον κόσμο.
Λες και κάθε μικρό κομματάκι πολιτισμού ήρθε και κάθισε σε αυτήν τη μικρή λωρίδα Γης, για να φτιάξει ένα πολύχρωμο πορτρέτο. Που κάθε γωνία είναι σκηνικό από κάποιο πλάνο που κάπου κάποτε είχες δει στο σινεμά και πάντα ήθελες να το περπατήσεις.
Ένα όμορφο χάος, μια βαβούρα που αν καθίσεις να παρατηρήσεις θα καταλάβεις τη μελωδία της. Μια άλλη Αθήνα. Και σ’ αυτή την Αθήνα θα θέλω πάντα να επιστρέφω.
Υ.Γ: Διαβάστε το αντίστροφο άρθρο του Αλέξη Φαραντούρη «Αθηναίος πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη»
Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη